πολυμήχανος

From LSJ
Revision as of 19:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμήχᾰνος Medium diacritics: πολυμήχανος Low diacritics: πολυμήχανος Capitals: ΠΟΛΥΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: polymḗchanos Transliteration B: polymēchanos Transliteration C: polymichanos Beta Code: polumh/xanos

English (LSJ)

ον, resourceful, inventive, epithet of Odysseus, Il.2.173, etc., cf. S.Ph. 1135 (lyr.); of Apollo, h.Merc.319; π. μήτηρ, of Nature, Orph.H.10.1; π. βουλή Opp.H.2.54: in later Prose, π. περὶ τοὺς λόγους Aristid. Or.41(4).2.

German (Pape)

[Seite 666] reich an Kunstgriffen u. Hülfsmitteln, der sich überall zu helfen weiß, sinnreich, klug; Odysseus oft bei Hom., wie Soph. Phil. 1120; Apollo, H. h. Merc. 319.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au génie inventif, industrieux, fertile en expédients.
Étymologie: πολύς, μηχανή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμήχανος -ον [πολύς, μηχανή] vindingrijk, doortrapt.

Russian (Dvoretsky)

πολυμήχᾰνος: изобретательный, остроумный (Ὀδυσσεύς Hom., Soph.; sc. Ἀπόλλων HH).

English (Autenrieth)

much contriving, full of device; ever ready, epithet of Odysseus.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυμήχανος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει την ικανότητα να επινοεί πολλά τεχνάσματα, να αντιμετωπίζει με ευφυΐα ή πονηριά τις δυσκολίες, εφευρετικός (α. «πολυμήχαν' Ὀδυσσεῡ», Ομ. Ιλ.
β. «πολυμήχανος περὶ τοὺς λόγους», Αριστείδ. Λόγ.
«πολυμήχανος βουλή», Οππ.).
επίρρ...
πολυμηχάνως Α
με επινοητικότητα, με εφευρετικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μήχανος (< μηχανή «τέχνασμα»), πρβλ. γλυκυ-μήχανος].

Greek Monotonic

πολῠμήχᾰνος: -ον (μηχανή), γεμάτος διεξόδους, εφευρετικός, αυτός που βρίσκεται συνεχώς σε πνευματική εγρήγορση, λέγεται για τον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμήχᾰνος: -ον, ὁ πολλὰ μηνανώμενος, ἐπινοῶν, ἐφευρετικός, συνετός, Ὁμηρικὸν ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Β. 173, κτλ., πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1135· ἐν Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 319, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, π. μήτηρ, ἐπὶ τῆς φύσεως, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 1.

Middle Liddell

πολῠ-μήχᾰνος, ον, μηχανή
full of resources, inventive, ever-ready, of Ulysses, Il.