ἱερουργία

From LSJ
Revision as of 08:30, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερουργία Medium diacritics: ἱερουργία Low diacritics: ιερουργία Capitals: ΙΕΡΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: hierourgía Transliteration B: hierourgia Transliteration C: ierourgia Beta Code: i(erourgi/a

English (LSJ)

ἡ, religious service, sacrifice, Hdt.5.83 (in Ion. form ἱροργίαι, with vv.ll.), Pl.Lg.775a, PTeb.293.20 (pl., ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1243] ἡ, heiliger Gottesdienst, bes. Opfer, Her. 5, 83, in der ion. Form ἱρουργία od. ἱροργία; Plat. ἤ τις ἄλλη περὶ τὰ τοιαῦτα ἱερ. Legg. VI, 774 e; Sp., ἱερουργίας τινὰς ἀποῤῥήτους ἱερουργούμενος Plut. Alex. 31, ἱερουργίας θύειν Hdn. 6, 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
accomplissement d'un sacrifice ou accomplissement d'une cérémonie religieuse, sacrifice.
Étymologie: ἱερουργός.

Russian (Dvoretsky)

ἱερουργία: ион. ἱρουργία, v.l. ἱροεργία и ἱροργία ἡ совершение религиозных обрядов, священный обряд (ἱρουργίαι ἄρρητοι Her.; ἡ περί τι ἱ. Plat.; ἄπυροι ἱερουργίαι Plut.): ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut. совершать жертвоприношения.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερουργία: ἡ, θρησκευτικὴ τελετή, θυσία, Ἡρόδ. 5. 83 δὶς (ἔνθα τὸ Ἰων. ἱροεργίαι, οὐχὶ ἱροργίαι, εἶναι ὁ ἀληθὴς τύπος), Πλάτ. Νόμ. 774Ε. ΙΙ. = λειτουργία, Εὐσέβ. ΙΙ. 1196Β, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 344C, Σωφρ. 3981C, D.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱερουργία, Α και ιων. τ. ἱρουργία) ιερουργώ
ιεροτελεστία, θρησκευτική τελετή, τέλεση τών σχετικών με τη θεία λατρεία.

Greek Monotonic

ἱερουργία: Ιων. ἱροεργίη, ἡ, θρησκευτική υπηρεσία, λατρεία, τελετή, θυσία, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἱροεργίη, ἡ,
religious service, worship, sacrifice, Hdt. [from ἱερουργός