τιάρα
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
English (LSJ)
[ᾱρ], ἡ, and τιάρας, ου, Ion. τιήρης, εω, ὁ (as in Hdt.8.120):— tiara, the Persian headdress, esp. on solemn occasions, Hdt.1.132, 3.12 (v. πῖλος), 7.61, 8.120; worn by the great king, A. Pers.661 (lyr.); whose tiara was upright, X.An.2.5.23, Cyr.8.3.13, Phylarch.22J., Luc.Pisc.35.
German (Pape)
[Seite 1109] ἡ, bei Her. immer τιάρας od. τιήρης, ὁ, gleichbedeutend mit κυρβασία, κίδαρις, Poll. 7, 58, die Tiara, der Turban, die Kopfbedeckung der Perser, welche bes. bei feierlichen Gelegenheiten getragen zu sein scheint, vgl. Her. 1, 132. 2, 61. 8, 120, der auch 3, 12 πίλους τιάρας vrbdt, wo Strab. Ersteres durch πιλωτός erkl., Andere τιάρας als Apposition fassen; Aesch. βασιλείου τιήρας φάλαρον πιφαύσκων, Pers. 652; τὰς τιάρας Plat. Rep. VIII, 553 c; Xen. Cyr. 8, 3, 13 u. A.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
tiare, sorte de turban, en forme de cône, coiffure des Perses ; ὀρθὴ τιάρα XÉN tiare droite ou royale.
Étym. persan tara.
Russian (Dvoretsky)
τιάρα: (ᾱρ) ἡ (перс.) тиара (головной убор персов, в форме усеченного конуса) Her., Aesch., Plat.: ὀρθὴ τ. Xen. прямая, т. е. царская тиара.
Greek (Liddell-Scott)
τιάρᾱ: [ᾱ], ἡ, καὶ τιάρας, ου, Ἰωνικ. τιήρης, εω, ὁ, (ὡς παρ’ Ἡροδ.)· - τὸ Περσικὸν τῆς κεφαλῆς κάλυμμα, ὃ ἐφόρουν μάλιστα ἐν ἐπισήμοις περιστάσεσιν, Ἡρόδ. 1, 132., 3. 12 (ἴδε ἐν λέξ. πῖλος), 7. 61., 8. 120· ἔφερε δὲ αὐτὴν ὁ μέγας βασιλεύς, Αἰσχυλ. Πέρσ. 661· ἐφόρει δὲ αὐτὴν ὀρθίαν, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 5, 23, Φύλαρχ. 21· ἴδε τὰς λέξ. κυρβασία, κίδαρις, πρβλ. Λεξικ. Ἀρχαιοτ.· περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Κουρτίου 3. 3, 19, regium capitis insigne, quod caerulea fascia alto distincta circumibat, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τίαρις και τιάρας, -ου, και ιων. τ. τιήρης, -εω, ὁ, Α
1. (στην αρχαία Ανατολή και στο Βυζάντιο) επίσημο υψηλό και συμπαγές κάλυμμα της κεφαλής, σύμβολο θεών και της βασιλικής εξουσίας
2. κάλυμμα της κεφαλής τών Περσών στρατιωτών
νεοελλ.
ημικυλινδρικό διάδημα που φορούν ως κόσμημα της κεφαλής οι γυναίκες
νεοελλ.-μσν.
η μίτρα τών παπών της Ρώμης και τών ιεραρχών της αγγλικανικής Εκκλησίας
μσν.
κουκούλα μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, κατά μία άποψη φρυγικής. Τη λ. δανίστηκε η Λατινική, πρβλ. tiara].
Greek Monotonic
τῐάρᾱ: [ᾱρ], ἡ και τῐάρας, -ου, Ιων. —τῐήρης, -εω, ὁ· περσικό κάλυμμα κεφαλιού, σε Ηρόδ. το οποίο φορούσε ο μεγάλος βασιλιάς, σε Αισχύλ., Ξεν.
Middle Liddell
τιά¯ρᾱ, ἡ,
a tiara, the Persian head-dress, Hdt.; worn by the great king, Aesch., Xen.
Frisk Etymology German
τιάρα: {tiá̄ra}
Forms: auch τιάρας, ion. τιήρης m. (H. τιάρις)
Grammar: f.,
Meaning: Bez. einer persischen Kopfbedeckung, Tiara, Turban (Hdt., A., X. u.a.).
Composita: Kompp., z.B. τιαροειδής ’τ.-ähnlich’ (X.), περιτιάρα, -ριον runde Kopfbedeckung (Tz. mit Sch.).
Etymology: Orientalisches Fremdwort unbekannten Ursprungs. Abgelehnte Deutungsversuche aus dem Idg. bei Bq. — Lat. LW tiāra, tiārās.
Page 2,896
Mantoulidis Etymological
ἡ (=ἐπίσημο κάλυμμα τοῦ κεφαλιοῦ πού τό φοροῦσαν οἱ Πέρσες). Ἡ προέλευσή της εἶναι Περσική.