λα-

From LSJ
Revision as of 02:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱ Medium diacritics: λα- Low diacritics: λα- Capitals: ΛΑ-
Transliteration A: la- Transliteration B: la- Transliteration C: la- Beta Code: la

English (LSJ)

insep. Prefix with intensive force, as in λακαταπύγων, λακατάρατος; cf. also λαί-μαργος.

Greek Monolingual

λα- (Α)
προθεματικό επιτατικό μόριο (πρβλ. ζα-) άγνωστης ετυμολ. που απαντά σε περιορισμένο αριθμό συνθέτων (πρβλ. λα-κατάρατος λα-καταπύγων, λα-πτυήρ, λα-φονοι, λά-μαχος). Το μόριο εμφανίζεται και με τη μορφή λαι(σ)- κυρίως σε ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λαικλῆς, Λαίστρατος). Για τη σχέση μεταξύ λαι- και λα- πρβλ. ἰθαγενής: ἰθαι-γενής. Παραμένει αβέβαιο αν το -α- του μορίου είναι μακρό ή βραχύ.

Frisk Etymology German

λα-: {la-}
Meaning: verstärkendes Präfix,
Composita: nur in vereinzelten und seltenen Wörtern: λακαταπύγων (Ar. Ach. 664, λα- rhythm. gedehnt ?), λακατάρατος (Phot.; λακκ- cod.), λαπτυήρ· σφοδρῶς πτύων, λάφωνοι· λίαν ἄφωνοι H.; auch λαι- in PN, z. B. Λαικλῆς, Λαισποδίας (Bechtel Hist. Personennamen 273, Herrn. 50, 317); λαισ- in λαίσπαις· βούπαις. Λευκάδιοι H.; λι- in λιπόνηρος· λίαν πονηρός H.; vgl. zu λίαν.
Etymology: Verfehlte oder unsichere Kombinationen (λάγνος, λαιψηρός u. a.) bei Prellwitz Glotta 19, 116ff.
Page 2,64