ἐπιστορέννυμι

From LSJ
Revision as of 18:25, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστορέννῡμι Medium diacritics: ἐπιστορέννυμι Low diacritics: επιστορέννυμι Capitals: ΕΠΙΣΤΟΡΕΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epistorénnymi Transliteration B: epistorennymi Transliteration C: epistorennymi Beta Code: e)pistore/nnumi

English (LSJ)

or (Hsch. s.v. ψιάθια) ἐπιστόρνυμι: fut. -στρώσω: aor. 1 -εστόρεσα or -έστρωσα: aor. Med. A -εστορέσαντο Nonn.D.24.334:—strew or spread upon, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα upon the bed, Od. 14.50; ἱμάτιον ἐπὶ τὸ ξύλον Hp.Art.75; a barbarous fut., ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, only in Ps.-Luc.Philopatr.24. 2. saddle, ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον J.AJ8.9.1; [ἡ κάμηλος] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.Prom.Es4.

German (Pape)

[Seite 985] (s. στορέννυμι, darüber breiten, in tmesi, Od. 4, 50 u. sp. D., wie Nonn. D. 1, 51.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπεστόρεσα;
étendre sur ; Pass. être couvert d'une housse.
Étymologie: ἐπί, στορέννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστορέννῡμι:
1 (на чем-л.) расстилать (δέρμα αἰγός Hom. - in tmesi);
2 покрывать (ἡ κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστορέννῡμι: ἢ (παρ’ Ἡσύχ.) -στόρνῡμι: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. α΄ -εστόρεσα ἢ -έστρωσα: μέσ. ἀόρ. -εστορέσαντο Νόνν. 24. 334. ― Στρώνω τι ἐπάνω εἴς τι, ἐπιστρώνω, ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα, ἐπὶ τῆς κλίνης, Ὀδ. Ξ. 50· χιτῶνας ἐπὶ τὸν στῦλον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836: ― βάρβαρός τις μέλλ. ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 24. 2) ἐπισάττω, ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον Ἱωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 9, 1· ἡ κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Λουκ. Προμ. 4.

Greek Monolingual

ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α)
1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» — έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.)
2. σαμαρώνω
κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»].

Greek Monotonic

ἐπιστορέννῡμι: μέλ. -στρώσω, αόρ. αʹ -εστόρεσα ή -έστρωσα·
1. στρώνω ή επιστρώνω, σε Ομήρ. Οδ.
2. σελώνω, σαμαρώνω, φορτώνω, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. -στρώσω aor1 -εστόρεσα or -έστρωσα
1. to strew or spread upon, Od.
2. to saddle, Luc.