πλυνός

From LSJ
Revision as of 15:40, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῠνός Medium diacritics: πλυνός Low diacritics: πλυνός Capitals: ΠΛΥΝΟΣ
Transliteration A: plynós Transliteration B: plynos Transliteration C: plynos Beta Code: pluno/s

English (LSJ)

ὁ, A trough, tank, or pit, in which dirty clothes were washed by treading, pl., Il.22.153, Od.6.40,86; pl., washing-places, Ephor.1J.; later washing-tubs, fuller's tubs, Luc.Fug.12, D.C.46.4, cf.Phot. II parox. πλύνος, ὁ, washing, Suid.; νιτρικῆς πλύνου Ostr.Bodl. i126 (ii B. C.), cf. PHib. 1.114 (iii B. C.): metaph., πλύνον ποιεῖν τινα, = πλύνω ΙΙ, Ar.Pl.1061; π. πλύνεσθαι, = ὑβρίζεσθαι, Phryn.PSp.101 B.

German (Pape)

[Seite 638] ὁ, Grube, in der schmutzige Kleider mit Wasser getreten, gewaschen u. gereinigt wurden, Waschgrube; Il. 22, 153 Od. 6, 40. 86; nach Hesych. auch πύελοι, ἐν αἱς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον; vgl. Maneth. 6, 433, ῥυπόεντα πλυνοῖσιν εἵματα καλλύνοντες; Luc. περὶ πλυνοὺς ἐχειν, fugit. 26. – Übertr. sagt Ar. Plut. 1061 οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖς, πλυνόν με ποιῶν ἐν τοσούτοις ἀνδράσι, was Poll. 7, 38 ἐξονειδίζεις, αἰσχύνεις erklärt, wie auch bei uns »Einen auswaschen«; Droysen: daß du mich zur Waschbank deiner Witze machst; vgl. Schol. Aesch. 3, 178.

French (Bailly abrégé)

ou πλύνος;
οῦ (ὁ) :
auge ou bassin pour laver ; fig. πλύνον με ποιῶν AR faisant de moi un bassin à laver, càd m'éclaboussant ou me criblant d'injures ignobles.
Étymologie: πλύνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλυνός -οῦ, ὁ [πλύνω] wasbekken, wasplaats (in een rivier, om kleren te wassen); wasbak, (was)tobbe.

Russian (Dvoretsky)

πλῠνός:
1 водоем для полоскания белья, мойный бассейн Hom.: πλυνόν τινα ποιεῖν перен. Arph. обливать кого-л. грязью;
2 лохань для стирки Luc.

English (Autenrieth)

(πλύνω): washing-pit, pl., tanks or basins in the earth, lined with stone.

Greek Monolingual

ο, Ν πλύνω
ναυτ. χώρος στο κατάστρωμα ή σε άλλο μέρος του πλοίου, που χρησιμεύει για το πλύσιμο τών ναυτών και τών ρούχων τους
αρχ.
1. πέτρινη σκάφη, γούρνα στην οποία γινόταν το πλύσιμο τών ακάθαρτων ρούχων
2. λουτήρας, μπανιέρα
3. θέση, χώρος, όπου γινόταν το πλύσιμο τών ρούχων.

Greek Monotonic

πλῠνός: ὁ (πλύνω
I. σκάφη, κάδος, δοχείο, στο οποίο έπλεναν τα βρόμικα ρούχα αφού τα πατούσαν πρώτα, σε Όμηρ.
II. μεταφ., πλυνὸν ποιεῖν τινα = πλύνω II, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πλῠνός: ὁ, (πλύνω) πλυντήρ, ἀγγεῖονλάκκος ἐν μαρμάρῳ ἔνθα ἔπλυνον ἀκάθαρτα ἐνδύματα, Ἰλ. Χ. 153, Ὀδ. Ζ. 40, 86· παρὰ μεταγεν., σκάφηκάδος πρὸς πλύσιν, Λουκ. Δραπέτ. 12, Φώτ. ΙΙ. μεταφορ., πλυνὸν ποιεῖ τινα, = πλύνω ΙΙ, Ἀριστοφ. Πλ. 1061· πλυνὸν πλύνεσθαι, = ὑβρίζεσθαι, Α. Β. 58· πρβλ. καταπλυντηρίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ πλυνοί· πύελοι, ἐν αἷς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον· ἢ βόθροι ὅπου πλύνουσι».

Middle Liddell

πλῠνός, οῦ, ὁ, πλύνω
I. a trough, tank, or pit, in which dirty clothes were washed by treading, Hom.
II. metaph., πλυνὸν ποιεῖν τινα, = πλύνω II, Ar.