ἐσσύμενος
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, Ep. and Lyr. part. Pass. of σεύω (in sense and accent pres., but redupl. as if pf.), A hurrying, eager, impetuous, Il.6.518, Pi.P.4.135; eager, yearning for, c. gen., πολέμου, ὁδοῖο, Il.24.404, Od.4.733: also c. inf., πολεμίζειν, ἀλύξαι, Il.11.717, Od.4.416, cf. 15.73; ἐλαύνειν Pi.Fr.107.5. II Adv. ἐσσυμένως = furiously, eagerly, ἐμάχοντο, δόρπον ἕλοντο, Il.15.698, Od.14.347, cf.Pi.Fr.166,APl.4.43.
German (Pape)
[Seite 1043] partic. von σεύω, w. m. s. – Adv. ἐσσυμένως, eilig, in Hast, ἐμάχοντο Il. 15, 698, ἀποβάντες Od. 14, 346; Pind. frg. 147 u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
qui s'élance, véhément, impétueux : τινος ardent pour qch ; avec l'inf. pour faire qch.
Étymologie: part. pf. Pass. de σεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐσσύμενος: (ῠ) [part. pf. pass. к σεύω стремительный, торопливый (τινὰ ἐσσύμενον κατερύκειν Hom.): ἐ. πολέμου или ἐ. πολεμίζειν Hom. рвущийся в бой; ἐ. ὁδοῖο Hom. стремящийся в путь; ἐ. ἀλύξαι Hom. пытающийся ускользнуть.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσσύμενος: -η, -ον, μετοχὴ παθητικοῦ πρκμ. τοῦ σεύω (μετὰ τονισμοῦ καὶ σημασίας ἐνεστῶτος), σπεύδων, ὁρμητικός, πρόθυμος, παρ’ Ἐπικ. καὶ Λυρ. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἰλ. Ζ. 518, Πινδ. Π. 4. 239· πρόθυμος, ἐπιθυμῶν τι, μετὰ γεν., πολέμου ὁδοῖο Ἰλ. Ω. 404, Ὀδ. Δ. 733· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., πολεμίζειν, ἀλύξαι Ἰλ. Λ. 717, Ὀδ. Δ. 416, πρβλ. Ο. 73, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 4. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐσσῠμένως, ἐν σπουδῇ, ὁρμητικῶς, μάχεσθαι, ἀποβῆναι Ἰλ. Ο. 698, Ὀδ. Ξ. 317, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 147.
English (Autenrieth)
see σεύω.
Greek Monolingual
ἐσσύμενος, -ένη, -ον (Α) (μτχ. παθ. παρακμ. με σημ. και τονισμό ενεστ. του σεύω)
1. ορμητικός, πρόθυμος
2. αυτός που επιθυμεί κάτι («ἐσσυμένους πολέμου», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
ἐσσυμένως
ορμητικά («ἐσσυμένως ἐμάχοντο», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐσσύμενος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του σεύω·
I. βιαστικός, βίαιος, σφοδρός, ανυπόμονος, πρόθυμος, ορμητικός, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόθυμος, αυτός που επιθυμεί κάτι διακαώς, με γεν., σε Όμηρ.· επίσης με απαρ., στον ίδ.
II. επίρρ., ἐσσῠμένως, βιαστικά, ασυγκράτητα, αχαλίνωτα, ορμητικά, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐσσύμενος, η, ον part. perf. pass. of σεύω,]
I. hurrying, vehement, eager, impetuous, Il.:— eager, yearning for a thing, c. gen., Hom.; also c. inf., Hom.
II. adv. ἐσσῠμένως, hurriedly, furiously, Hom.