στεναχίζω

From LSJ
Revision as of 20:11, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενᾰχίζω Medium diacritics: στεναχίζω Low diacritics: στεναχίζω Capitals: ΣΤΕΝΑΧΙΖΩ
Transliteration A: stenachízō Transliteration B: stenachizō Transliteration C: stenachizo Beta Code: stenaxi/zw

English (LSJ)

or στονᾰχίζω (the latter form is a freq. v.l. in Hom.), Ep. lengthd. form of στενάχω (q.v.), only pres. and impf., A groan, sigh, wail, Il.19.304, Od.9.13, 11.214, Hes. Th.858; μεγάλα σ. Il.23.172; ἁδινὰ σ. ib.225, Od.24.317:—Med., μέγα -ίζετο γαῖα Il.2.784, cf. 7.95. II perhaps trans. (cf. στενάχω ΙΙ), bewail, lament, c. acc., Od.1.243.

German (Pape)

[Seite 935] = στενάχω, nur praes. u. impf., stöhnen, seufzen, wehklagen; ὄφρ' ἔτι μᾶλλον ὀδυρόμενος στεναχίζω Od. 9, 13, u. öfter; ἀδινὰ στεναχίζων, 24, 317; Hes. Th. 858; auch c. accus., οὐδ' ἔτι κεῖνον ὀδυρόμενος στενα χίζω οἶον, Od. 1, 243, auch med., μέγα δὲ στενα χίζετο θυμῷ, Il. 7, 95. – Die häufig als v.l. vorkommende Form στοναχίζω hat Wolf überall im Hom. verworfen, Buttm. Lexil. I p. 215 vertheidigt sie; vgl. στοναχέω u. στοναχίζω, u. Spitzner exc. III. zu Il. 2, 95, der sich für στεναχίζω u. στοναχέω entscheidet und Beispiele aus Qu. Sm. anführt.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 intr. gémir, se lamenter;
2 tr. se lamenter sur, déplorer, acc.;
Moy. στεναχίζομαι se lamenter.
Étymologie: στένω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στεναχίζω [στενάχω] ep., vaak in de vorm στοναχίζω zuchten, kreunen, steunen, jammeren, met adv. acc.:; μεγάλα luid Il. 23.172; ἁδινά hevig Il. 23.225; ook med..; μέγα δὲ στεναχίζετο θυμῷ hij kreunde hevig van binnen Il. 7.95; ook van zaken. τῶν ὑπὸ ποσσὶ μέγα στεναχίζετο γαῖα onder hun voeten steunde de aarde luid Il. 2.784.

Russian (Dvoretsky)

στενᾰχίζω: тж. med. (только praes. и impf.) стонать, вопить, сетовать Hom., Hes.; σ. τινά Hom. оплакивать кого-л.

English (Autenrieth)

mid. ipf. στεναχίζετο: sigh, groan, resound with groans, Od. 10.454.

Greek Monolingual

και επικ. τ. στοναχίζω Α
1. στενάζω
2. (μτβ.) θρηνώ («οὐδ' ἔτι κεῖνον ὀδυρόμενος στεναχίζω», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενάχω / στεναχῶ + κατάλ. -ίζω. Ο τ. στοναχίζω κατά τον φωνηεντισμό τών στοναχή / στοναχῶ].

Greek Monotonic

στενᾰχίζω: ή στοναχίζω, Επικ. εκτεταμ. τύπος του στενάχω, μόνο σε ενεστ. και παρατ.·
I. αναστενάζω, βαριαναστενάζω, βογκώ, οδύρομαι, θρηνώ, σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.
II. μτβ., κλαίω, θρηνολογώ, θρηνώ, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

στενᾰχίζω: ἢ στοναχίζω, (τὸ δεύτερον φαίνεται μᾶλλον βέβαιον παρ’ Ὁμήρ., La Roche Text-Kr. σ. 354)· Ἐπικ. κατ’ ἐπέκτασιν τύπος τοῦ στενάχω (ὃ ἴδε), ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ., στενάζω, ἀναστενάζω, θρηνῶ, Ἰλ. Τ. 304, Ὀδ. Ι. 13, Λ. 214, Ἡσ. Θ. 858· μεγάλα στ. Ἰλ. Ψ. 172· ἀδινά, ἀδινὸν στ. Ἰλ. Ψ. 225, Ὀδ. Ω. 316· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἰλ. Β. 784, Η. 95. ΙΙ. μεταβ., θρηνῶ, ὀδύρομαι, μετ’ αἰτ., Ὀδ. Α. 243· ἴδε Buttm. Λεξίλ. ἐν λέξ.

Middle Liddell

[epic lengthd. form of στενάχω
I. only in pres. and imperf. to sigh, groan, wail, Hom.:—so in Mid., Il.
II. trans. to bewail, lament, Od.