κουρικός
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ή, όν, (κουρά) A for cutting the hair, μάχαιραι Plu.Dio9: as substantive, κουρικός (sc. δίφρος), ὁ, barber's chair, Sammelb.4292; δίφρου τετραπόδου καὶ κουρικοῦ ξυλίνου POxy.646 (ii A. D.). II (κοῦρος A) like a youth. Adv. κουρικῶς Apollon.Lex.s.v. κουρίξ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à tondre, à raser.
Étymologie: κουρά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουρικός -ή -όν [κουρά] om te knippen, kappers-.
German (Pape)
1 = κούριμος; μάχαιραι, Schermesser, Plut. Dion. 9 und andere Spätere
2 nach Mädchenart; Apoll. Lex. Hom. erkl. κουρίξ durch κουρικῶς, οἷον νεανικῶς.
Russian (Dvoretsky)
κουρικός: служащий для стрижки или служащий для бритья, парикмахерский (μάχαιρα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κουρικός: -ή, -όν, (κουρὰ) κατάλληλος πρὸς κουράν, μάχαιρα Πλουτ. Δίων 9· αἱ δύο μάχαιραι αἱ κ. Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. (κοῦρος) ὡς νεανίας· ― -κῶς, Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λέξ. κουρίξ.
Greek Monolingual
(I)
κουρικός, -ή, -όν (Α) κουρά
1. κατάλληλος για κούρεμα («ὥστε μηδὲ τῆς κεφαλῆς τὰς τρίχας ἀφελεῖν κουρικαῖς μαχαίραις», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κουρικός (ενν. δίφρος)
το κάθισμα του κουρέα.
(II)
κουρικός, -ή, -όν (Α)
κούρος (Ι)]
νεαρός, νεανικός.
επίρρ...
κουρικώς (Α)
νεανικά.