πρόσημαι

From LSJ
Revision as of 15:45, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσημαι Medium diacritics: πρόσημαι Low diacritics: πρόσημαι Capitals: ΠΡΟΣΗΜΑΙ
Transliteration A: prósēmai Transliteration B: prosēmai Transliteration C: prosimai Beta Code: pro/shmai

English (LSJ)

A to be seated at or close to, c. dat., δώμασιν προσήμεναι A. Ag.1191; νερτέρᾳ π. κώπῃ ib. 1617; βωμοῖσι S.OT15: rarely c. acc., καρδίαν προσήμενος A.Ag.834: generally, to be or lie near, νᾶσοι . . τᾷδε γᾷ προσήμεναι Id.Pers.881 (lyr.). II besiege, πύργοισι E. Rh.390.

German (Pape)

[Seite 764] (s. ἧμαι), dabei, dagegen sitzen, νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ, Aesch. Ag. 1600; προσήμεθα βωμοῖσι, Soph. O. R. 15; liegen, benachbart sein, νᾶσοι τᾷδε γᾷ προσήμ εναι, Aesch. Pers. 857; selten c. acc., ἰὸς καρδίαν προσήμενος, Ag. 808; belagern, obsidere, c. dat., χαίρω σε προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν, Eur. Rhes. 390.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 être assis près de, τινι ; être situé près de, être voisin de;
2 avec mouv. se fixer dans, s'enfoncer dans, acc..
Étymologie: πρός, ἧμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσ-ημαι erbij zitten, erbij gelegen zijn; met dat..; προσήμεθα βωμοῖσι τοῖς σοις wij zitten bij uw altaren Soph. OT 15; νᾶσοι... τᾷδε γᾷ προσήμεναι eilanden die vlak bij dit land gelegen zijn Aeschl. Pers. 881; met acc.. ἰὸς καρδίαν προσήμενος gif dat dicht tegen zijn hart zit Aeschl. Ag. 834.

Russian (Dvoretsky)

πρόσημαι: (только praes.)
1 сидеть или находиться рядом: νερτέρᾳ προσήμενος κώπῃ Aesch. сидящий на нижней скамье гребец; π. βωμοῖσι Soph. сидеть у алтарей; νᾶσοι τᾷδε γᾷ προσήμεναι Aesch. находящиеся по соседству с этим краем острова; ἰὸς καρδίαν προσήμενος Aesch. засевшая в сердце стрела;
2 осаждать (π. πύργοισιν ἐχθρῶν Eur.).

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι (α. «δώμασιν προσήμεναι», Αισχύλ.
β. «προσήμεθα βωμοῖσι», Σοφ.)
2. πολιορκώ («προσήμενον πύργοισιν ἐχθρῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἧμαι «κάθομαι»].

Greek Monotonic

πρόσημαι: κυρίως παρακ. του προσέζομαι,
I. κάθομαι πάνω ή δίπλα σε κάποιον, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ.· σπανίως με αιτ., καρδίαν προσήμενος, σε Αισχύλ.· γενικά, βρίσκομαι ή κείμαι διπλα· νάσοι τᾷδε γᾷ προσήμεναι, στον ίδ.
II. πολιορκώ, Λατ. obsidere, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσημαι: κυρίως πρκμ. τοῦ προσέζομαι, κάθημαι ἐπί τινος ἢ πλησίον τινός, μετὰ δοτ., δώμασιν προσήμεναι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1191· νερτέρᾳ πρ. κώπᾳ αὐτόθι 1617· βωμοῖσι Σοφ. Ο. Τ. 15· σπανίως μετ’ αἰτ., καρδίαν προσήμενος Αἰσχύλ. Ἀγ. 834 (πρβλ. καθίζω ΙΙ)· ― καθόλου, εἶμαι ἢ κεῖμαι πλησίον, νᾶσοι... τᾷδε γᾷ προσήμεναι ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 280. ΙΙ. πολιορκῶ, Λατ. obsidere, πύργοισι Εὐρ. Ρῆσ. 390.

Middle Liddell

properly perf. of προσέζομαι]
I. to be seated upon or close to, c. dat., Aesch., Soph.; rarely c. acc., καρδίαν προσήμενος Aesch.:—generally, to be or lie near, νᾶσοι τᾷδε γᾷ προσήμεναι Aesch.
II. to besiege, Lat. obsidere, Eur.