εὔδοξος
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ον, (δόξα) of good repute, honoured, Thgn.195, Pi.P.12.5, Th.1.84 (Sup.), etc.; Νίκη Simon.145, cf. Pi.P.6.17; εὔ. παρά τισι Pl.Lg.773a; νέες εὐδοξόταται = 'crack' ships, Hdt.7.99. Adv. εὐδόξως = remarkably, famously, Pl.Hp.Ma.287e; with distinction, στεφανῶσαί τινα Man.1.102.
German (Pape)
[Seite 1063] in gutem Rufe stehend, berühmt, geehrt, Pind. oft von Menschen, auch νίκα, ἄεθλα, P. 6, 17 I. 3, 1; φρήν, Aesch. Ch. 301; γῆρας, φάμα, Eur. Med. 592 Hipp. 772; νέας εὐδοξοτάτας συναπάσης τῆς στρατιᾶς παρείχετο Her. 7, 99; πόλις, Thuc. 1, 84, Folgde; οἱ παρὰ τοῖς ἔμφροσι εὔδ. γάμοι Plat. Legg. VI, 773 a; καὶ τίμιος Xen. Mem. 4, 2, 28. – Adv., Plat. Hipp. mai. 287 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui jouit d'un bonne réputation, renommé, célèbre, glorieux ; νέας εὐδοξοτάτας HDT navires réputés excellents;
Cp. εὐδοξότερος, Sp. εὐδοξότατος.
Étymologie: εὖ, δόξα.
Russian (Dvoretsky)
εὔδοξος:
1 пользующийся хорошей славой, окруженный почетом или уважением, славный (νίκα, ἄνδρες Pind.; γῆρας Eur.; πόλις Thuc.);
2 замечательный, превосходный, отличный (φρήν Aesch.; νέες Her.; δύναμις λόγων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔδοξος: -ον, (δόξα) ἔχων καλὴν ὑπόληψιν, ἔντιμος, περίφημος, ἔνδοξος, Θεόγν. 195, Σιμων. 147, Πινδ. ΙΙ. 12. 10, Θουκ. 1. 84, κτλ.· εὔδ. παρά τισι Πλάτ. Νόμ. 773Α· νέες εὐδοξόταται, πλοῖα ἔχοντα τὴν ἀρίστην ὑπόληψιν, τὰ πρῶτα ἢ «πρώτης τάξεως», Ἡρόδ. 7. 99.- Ἐπίρρ. -ξως, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 287Ε.
English (Slater)
εὔδοξος, -ον (-ος, -ῳ, -ον; -ων, -οις: -οις, -α.) glorious of people, things. εὔδοξον Ἱπποδάμειαν (O. 1.70) κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας (Bergk: εὐδόξοιο codd.) (O. 14.23) εὔδοξον ἅρματι νίκαν (P. 6.17) εὐδόξῳ Μίδᾳ (P. 12.5) εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης pr. (N. 7.8) εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.34) εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου (I. 3.1) Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.1) καὶ τέκ' εὔδοξο[ν (supp. Bury) Δ. 2. 3. καὶ τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον (byz.: ἔνδοξον cod. unus; om. alter) fr. 172. 6. εὔδ]οξα Μοίσαις[ (supp. Snell) fr. 215b. 8.
Greek Monolingual
εὔδοξος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει καλή φήμη, ο ένδοξος, ο τιμημένος (α. «νέες εὐδοξόταται» — πρώτης τάξεως πλοία, Ηρόδ.
β. «ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν», Θουκ.)
επίρρ...
εὐδόξως (Α)
1. ένδοξα, λαμπρά
2. με τιμητική διάκριση («εὐδόξως στεφανῶσαί τινα», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -δοξος (< δόξα), πρβλ. έν-δοξος, παρά-δοξος].
Greek Monotonic
εὔδοξος: -ον (δόξα), καλόφημος, τιμημένος, ένδοξος, δοξασμένος, σε Θέογν., Θουκ. κ.λπ.· νέες εὐδοξόταται, περίφημα πλοία, καράβια πρώτης τάξεως, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
εὔ-δοξος, ον δόξα
of good repute, honoured, famous, glorious, Theogn., Thuc., etc.; νέες εὐδοξόταται ships of best repute, Hdt.