κακότροπος

From LSJ
Revision as of 19:37, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκότροπος Medium diacritics: κακότροπος Low diacritics: κακότροπος Capitals: ΚΑΚΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: kakótropos Transliteration B: kakotropos Transliteration C: kakotropos Beta Code: kako/tropos

English (LSJ)

ον, A malignant, D.C.52.2, Vett.Val.74.12, PMasp.97ii20 (vi A.D.): Comp., D.C.Fr.85.1: Sup., Zen.5.41. Adv. -πως D.C.47.4. 2 of animals, mischievous, κτήνη Hippiatr.129. II Medic., malignant, Antyll. ap. Orib.9.23.13.

German (Pape)

[Seite 1304] von schlechtem Charakter, boshaft oder tückisch handelnd, Sp., D. Cass. 52, 2; auch adv., ibid. 47, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un mauvais naturel, pervers, fourbe.
Étymologie: κακός, τρόπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακότροπος -ον [κακός, τρόπος] verdorven.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κακότροπος, -ον)
αυτός που έχει κακούς τρόπους, ανάγωγος, δύστροπος, στρυφνός, μοχθηρός, βάναυσος
μσν.
1. κακοποιός
2. άξεστος, αγροίκος
3. κακόβουλος, επίβουλος, ύπουλος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακότροπον
κακή διάθεση, δυστροπία
μσν.-αρχ.
κακοποιός, βλαβερός («κακότροπα κτήνη», Ιππιατρ.)
αρχ.
ιατρ. κακοήθης.
επίρρ...
κακοτρόπως (Α)
με κακό τρόπο, βάναυσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τροπος (< τρόπος), πρβλ. βεβαιότροπος, παλαιότροπος].

Greek Monotonic

κᾰκότροπος: -ον, δύστροπος, άχρειος.

Greek (Liddell-Scott)

κακότροπος: -ον, κακὸς τοὺς τρόπους, μοχθηρός, διεστραμμένος, δύστροπος, Δίων Κ. 52· 2, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 38, 26, Ζηνοβ. Παροιμ. 5. 41. ― Ἐπίρρ. -πως Δίων Κ. 47. 4.

Middle Liddell

κᾰκό-τροπος, ον
mischievous, malignant.