διώνυμος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ον, (δίς, ὄνυμα, ὄνομα) A with two names, D.T.636.11 (s.v.l.); or, of two persons, named together, θεαί E.Ph.683 (lyr.). II (διά) far-famed, εὐτυχία Plu.Tim.30; στρατηγός App.BC4.54; χῶρος J.BJ 5.1.3.
Spanish (DGE)
(διώνῠμος) -ον
1 nombrado emparejado θεαί de Perséfone y Deméter, E.Ph.683.
2 de dos nombres διώνυμός εἰμι IMEG 21.11, cf. 9 (II d.C.), Sch.Er.Il.15.336c, Nonn.Par.Eu.Io.11.16, en disputas religiosas, Ath.Al.M.26.480A
•de fórmulas onomásticas romanas πόθεν διώνυμοι καὶ τριώνυμοι οἱ ἀρχαῖοι ἐχρημάτιζον Lyd.Mag.p.4.27, cf. 1.21 tít.
•gram. que tiene doble denominación A.D.Pron.4.11, Eust.351.25, Tz.Metr.Pind.33.9
•subst. (τὸ) δ. gram. denominación doble aplicada a un solo individuo como Ἀλέξανδρος / Πάρις D.T.637.1, op. ἐπώνυμον Sch.D.T.238.16, Βριάρεως / Αἰγίων Eust.124.24, cf. Sch.Er.Il.1.403, dionyma, ut ... Astyanax Scamandrios ... sicut apud nos Numa Pompilius, Tullus Hostilius Diom.322.1
•tb. de la fórmula n. y epít. como Φοῖβος / Ἀπόλλων D.T.637.3.
-ον
renombrado εὐτυχία Plu.Tim.30, χῶρος I.BI 5.17, de pers. στρατηγός App.BC 4.54, Πρίσκος Gr.Nyss.Eun.1.34, Ζαχαρίας Amph.Seleuc.282 (dud., cf. 1 διώνυμος).
• Etimología: Comp. de διά y ὄνομα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le nom se répand au loin, fameux, renommé.
Étymologie: διά, ὄνομα.
German (Pape)
1 doppelnamig; θεαί Eur. Phoen. 689.
2 Bei Sp., wie Plut. Timol. 80 App. B.C. 4.54, bedeutet es (mit διά zusgstzt) »weit und breit berühmt«.
Russian (Dvoretsky)
διώνῠμος: [διά] широко известный, прославленный (εὐτυχία Plut.).
δίς двухименный, носящий два имени или называемый вместе (διώνυμοι θεαὶ Περοέφασσα καὶ Δαμάτηρ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
διώνῠμος: -ον, (δίς, ὄνυμα, ὄνομα) ἔχων δύο ὀνόματα ἢ ἐπὶ δύο προσώπων ὁμοῦ ὀνομασθέντων, Εὐρ. Φοιν. 683. ΙΙ. (διὰ) διάσημος, περίφημος, Πλούτ. Τιμολ. 30, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 54.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διώνυμος, -ον)
αυτός που έχει δύο ονόματα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διώνυμο
αλγεβρική παράσταση συντιθέμενη από δύο όρους, μονώνυμα ενωμένα με το σύμβολο της πρόσθεσης ή της αφαίρεσης
αρχ.
διάσημος, περίφημος.
Greek Monotonic
διώνῠμος: -ον (δίς, ὄνυμα=ὄνομα),·
I. αυτός που έχει δύο ονόματα, ή δύο πρόσωπα, που πήραν το όνομά τους μαζί, σε Ευρ.
II. (διά) διάσημος, περίφημος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
adj [δίς, ὄνυμα = ὄνομα
I. with two names, or, of two persons, named together, Eur.
II. (διά) far-famed, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔχει δύο ὀνόματα). Σύνθετο ἀπό τό δύο + ὄνυμα (=ὄνομα) κι αὐτό ἀπό τήν ἀσθενή ρίζα τοῦ γνω- (γνο) (τοῦ γιγνώσκω) + προθεματικό ὄ + κατάληξη -μα. Κατ' ἄλλους τό ὄνομα ἀπό ο προθεματ. + νέμω (=κατέχω).