ἀντιστάτης

Revision as of 09:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A opponent, adversary, A.Th.518, Plu.2.1084b. II vertical beam in plinth of torsion-engine, Hero Bel.91.11.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 oponente, adversario εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάτας A.Th.517, ὄχλον ἀντιστάτην de animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.
2 viga vertical en una máquina de torsión, Hero Bel.91.9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
adversaire.
Étymologie: ἀνθίστημι.

German (Pape)

ὁ, Gegner, Widersacher, ἀνήρ Aesch. Spt. 499; τινί Plut. adv. Stoic. 45.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιστάτης: ου ὁ противник Aesch., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἐνάντιος, ἐχθρός, Αἰσχυλ. Θ. 518, Πλούτ. 2.1084Β. ΙΙ. ὑποστήριγμα, Ἡρών Βελοπ. 131 κἑξ.

Greek Monolingual

ο (AM ἀντιστάτης)
νεοελλ.
δοκάρι που τοποθετείται λοξά για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο δοκάρι του ξύλινου σκελετού της στέγης
μσν.
δαίμονας, σατανάς
(μσν. -αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, επαναστάτης, αντάρτης
αρχ.
ξύλινο στήριγμα, αντηρίδα.

Greek Monotonic

ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνθίσταμαι), αντίπαλος, αντίμαχος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

[ἀνθίσταμαι]
an opponent, adversary, Aesch.