ἐλασία

From LSJ
Revision as of 19:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰσία Medium diacritics: ἐλασία Low diacritics: ελασία Capitals: ΕΛΑΣΙΑ
Transliteration A: elasía Transliteration B: elasia Transliteration C: elasia Beta Code: e)lasi/a

English (LSJ)

ἡ,= ἔλασις, A riding, X.Eq.Mag.4.4; march,J.AJ2.10.2. II striking from a die, Gloss.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1milit. marcha, avance de un ejército, I.AI 2.244.
2 carrera, galopada de un caballo, Hld.8.15.1, Ph.Carp.Cant.M.40.28A, de un toro, Io.Mal.Chron.2.48.
II 1acuñación, Gloss.3.444.
2 c. gen. obj. expulsión τῶν δαιμόνων H.Mon.2.6.

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, = ἔλασις, Xen. Hipp. 4, 4 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἔλασις.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰσία:верховая езда (ἐλασίαν ποιεῖσθαι Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰσία: ἡ, = ἔλασις, τὸ ἐλαύνειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 4· πορεία, διάβασις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 10, 2. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐλασία· δίωξις».

Greek Monolingual

ἐλασία, η (AM)
η πράξη του ελαύνω, ιππασία, ιππηλασία
μσν.
1. έξωση, αποβολή, απέλαση
2. σειρά κωπηλατών
3. (για πουλιά) πτήση
4. ταχεία κίνηση, δρόμος
αρχ.
1. πορεία, διάβαση
2. (κατά τον Ησύχ.) «δίωξις».

Middle Liddell

ἐλᾰσία, ἡ, = ἔλασις
riding, Xen.