συνωνυμία

From LSJ
Revision as of 18:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωνῠμία Medium diacritics: συνωνυμία Low diacritics: συνωνυμία Capitals: ΣΥΝΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: synōnymía Transliteration B: synōnymia Transliteration C: synonymia Beta Code: sunwnumi/a

English (LSJ)

ἡ, synonym, Arist.Rh.1404b39, Quint.8.3.16; ἡ -ία τοῦ δῶμα, i.e. οἶκος, A.D.Pron.84.19; cf. Demetr.Lac.Herc.1012.22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
similitude de sens, synonymie.
Étymologie: συνώνυμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνωνῠμία -ας, ἡ [συνώνυμος] synonymie.

German (Pape)

ἡ, Gleichheit des Namens, Arist. rhet. 3.2.

Russian (Dvoretsky)

συνωνῠμία:синонимия, одноименность Arst.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ συνώνυμος
1. η ιδιότητα του συνώνυμου, ταυτότητα ή ομοιότητα του ονόματος
2. (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο παρατίθενται αλλεπάλληλα πολλές λέξεις οι οποίες διαφέρουν ως προς μερικούς δυσδιάκριτους χαρακτήρες, έχουν όμως την ίδια σχεδόν σημασία, όπως λ.χ. στον στίχο του Ευριπίδου: λάβετε φέρετε πέμπετ' ἀείρετέ μου... χειρός
νεοελλ.
1. γλωσσ. η σύμπτωση τών σημασιών δύο ή περισσότερων λέξεων
2. φρ. «απλή συνωνυμία» — λέγεται στην περίπτωση που δύο άνθρωποι έχουν το ίδιο επώνυμο χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους συγγενική σχέση
αρχ.
ομοιότητα της σημασίας μιας λέξης με μία άλλη («ἡ συνωνυμία τοῦ δῶμα [ενν. ὁ οἶκος», Απολλ. Δύσκ.).

Greek Monotonic

συνωνῠμία: ἡ, το να έχει κάποιος το ίδιο όνομα με κάποιον άλλο ή το να έχει μια λέξη την ίδια σημασία με κάποια άλλη, συνωνυμία, ταυτοσημία, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συνωνῠμία: ἡ, ὁμοιότης ὀνόματος ἢ τῆς σημασίας λέξεώς τινος πρὸς ἄλλην, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 7, κτλ., πρβλ. ὁμωνυμία.

Middle Liddell

συνωνῠμία, ἡ,
a synonym, Arist. [from συνώνῠμος]