ἔκδυμα
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
that which is stripped off, skin, hide, garment f.l. in AP5.198 (Hedyl.; leg. ἔνδυμα).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἔγδ- PSI 756.47
plu. prenda de vestir que se retira dejando al descubierto los pechos, de un sostén μαλακαὶ, μαστῶν ἐκδύματα, μίτραι AP 5.199.5 (Hedyl.)
•plu. despojos glos. a exuuiae de Virgilio PSI l.c., PNess.1.1020, Gloss.2.67
•sg. muda, camisa de la piel de la serpiente, Sud.δ 491, στέμφυλον· τὸ ἔ. τῆς σταφυλῆς del hollejo de la uva, Sud.s.u. στέμφυλον.
German (Pape)
[Seite 758] τό, das Ausgezogene, Hedyl. 1 (V, 199).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dépouille.
Étymologie: ἐκδύω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκδῡμα: ατος τό покров (μαστῶν ἐκδύματα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδυμα: τό, τὸ ἀφαιρούμενον ἢ ἀποβαλλόμενον, Ἀνθ. Π. 5. 199.
Greek Monolingual
το (AM ἔκδυμα)
ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, κυρίως το δέρμα, το πουκάμισο του φιδιού
μσν.
πτώμα.
Greek Monotonic
ἔκδῠμα: -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, δέρμα, πετσί, τομάρι ζώου, ένδυμα, ρούχο, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἔκδῠμα, ατος, τό,
that which is stripped off, a skin, garment, Anth. [from ἐκδύω