ἐχινέες
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
οἱ, kind of mouse with rough bristling hair, in Libya, Hdt. 4.192 (v.l. ἐχῖνες): acc. pl. ἐχῖνας Arist.Mir.832b3.
German (Pape)
[Seite 1126] αἱ, eine Art libyscher Mäuse mit stachlichten Haaren, Her. 4, 192, v.l. ἐχῖνες.
French (Bailly abrégé)
έων (αἱ) :
sorte de rats à poil hérissé, de Libye, animal.
Étymologie: ἐχῖνος.
Russian (Dvoretsky)
ἐχῑνέες: έων οἱ эхины (ливийская разновидность грызунов с колючей шерстью) Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχῑνέες: ἢ ἐχῖνες, οἱ, εἶδος μυὸς ἔχοντος τραχείας καὶ ἀκανθώδεις τρίχας, ζῶντος δὲ ἐν Λιβύῃ, Ἡρόδ. 4. 192, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμ. 28.
Greek Monolingual
ἐχινέες, οἱ (Α) εχίνος
(η αιτ. ἐχῑνας στον Αριστοτ.) είδος ποντικών με σκληρές και ακανθώδεις τρίχες που ζουν στη Λιβύη.
Greek Monotonic
ἐχῑνέες: ή ἐχῖνες, οἱ, είδος ποντικιού με αγκαθωτές τρίχες, που ζει στη Λιβύη, σε Ηρόδ.