εἰσβιβάζω
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
causal of εἰσβαίνω,
A put on board ship, τὸν στρατὸν [ἐς τὰς νέας] Hdt.6.95, cf. Th.7.60, etc.; τοὺς ξένους καὶ τοὺς δούλους ναύτας εἰσβιβάζω impress them, Isoc.8.48.
2 generally, make to go into, ἐς τὸ περιοικοδομημένον Hdt.7.60; ἐς ἅρμα Id.1.60.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.1.60, Th.7.60, Luc.Syr.D.12, Procop.Goth.1.23.20
1 hacer montarse, hacer subirse ταύτην τὴν γυναῖκα ... ἐς ἅρμα Hdt.l.c.
•esp. hacer embarcar, subir a bordo c. indicación del vehículo τοξότας τε ἐπ' αὐτὰς (τὰς ναῦς) ... ἐσεβίβαζον Th.l.c., εἰς τὰ πλοῖα τοὺς ἀσθενοῦντας X.An.5.3.1
•sin indicación del vehículo τὸν πεζὸν στρατὸν ἐσβιβάζοντες ἔπλεον Hdt.6.95, τοὺς ἐν τῇ ἡλικίᾳ ὄντας X.HG 1.6.24, τοὺς μὲν ξένους καὶ τοὺς δούλους ναύτας Isoc.8.48.
2 hacer entrar ἄλλους ... ἐς τὸ περιοικοδομημένον Hdt.7.60, cf. Procop.l.c., ἐς ταύτην (λάρνακα) ... παῖδας Luc.l.c., οὕσπερ ... ἐς Δάρας Procop.Pers.1.14.11.
German (Pape)
[Seite 741] hineinsteigen lassen, in die Schiffe, diese damit bemannen; Isocr. 8, 48; vgl. τὰς ναῦς πάντα τινὰ ἐςβιβάζοντες πληρῶσαι Thuc. 7, 60; einschiffen, τὸν πεζὸν στρατὸν εἰς νέας Her. 6, 95, wie Xen. An. 5, 3, 1; auch γυναῖκα εἰς ἅρμα, auf den Wagen setzen, Her. 1, 60.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao.
1 faire entrer dans;
2 embarquer.
Étymologie: εἰς, βιβάζω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσβῐβάζω: ион. и староатт. ἐσβιβάζω
1 сажать (τινὰ ἐς ἅρμα Her. и εἰς νέας Her. или εἰς πλοῖα Xen.);
2 сажать на корабли (τινάς Theocr., Isocr., Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσβῐβάζω: Ἀττ. μέλλ. -βῐβῶ· μεταβατ. τοῦ εἰσβαίνω, ἐπιβιβάζω εἰς πλοῖον, τὸν στρατὸν εἰς τὰς νέας Ἡρόδ. 6. 95, πρβλ. Θουκ. 7. 60, κτλ.· τοὺς ξένους., ναύτας εἰσβ. Ἰσοκρ. 169Α. 2) καθόλου, κάμνω τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς, ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 60· ἐς ἅρμα ὁ αὐτ. 1. 60.
Greek Monolingual
εἰσβιβάζω (Α)
1. επιβιβάζω
2. ναυτολογώ
3. εισάγω.
Greek Monotonic
εἰσβῐβάζω: Αττ. μέλ. -βιβῶ·
1. μτβ. του εἰσβαίνω, επιβιβάζω σε πλοίο, τὸν στρατὸν ἐς τὰς νέας, σε Ηρόδ.
2. γενικά, κάνω κάποιον να μπει, να εισέλθει, ἐς τόπον, στον ίδ.
Middle Liddell
attic fut. -βιβῶ [Causal of εἰσβαίνω
1. to put on board ship, τὸν στρατὸν ἐς τὰς νέας Hdt.
2. generally, to make to go into, ἐς τόπον Hdt.