παπάς

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

ο / παππάς, ΝΜ
ιερέας, πρεσβύτερος, εφημέριοςκάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και διάκος», δημ. τραγ.)
νεοελλ.
1. ο ρήγας και κατ' επέκτ. κάθε φιγούρα της τράπουλας
2. είδος απαγορευμένου παιχνιδιού εξαπάτησης και κλοπής που παίζεται με τρία παιγνιόχαρτα, από τα οποία το ένα είναι ρήγας
3. τεχνολ. κοινή ονομασία για το κέλυφος του φίλτρου αέρα στα αυτοκίνητα
4. άλλη κοινή ονομασία του τσαλαπετεινού
5. κοινή ονομασία του Γαλαξία
6. φρ. α) «μην το πεις ούτε του παπά» — λέγεται για κάποιον που διέφυγε παρ' ελπίδα από μεγάλο κίνδυνο
β) «να σού πει ο παπάς στ' αφτί κι ο διάκος στο κεφάλι»
(ως κατάρα) να πεθάνεις
γ) «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» — δεν πρέπει να ασχολείται κάποιος με πολλά και διάφορα, διότι τίποτε δεν επιτυγχάνει ικανοποιητικά
δ) «ήρθε στο κουτάλι του παπά» — διέτρεξε τον έσχατο κίνδυνο
ε) «μάς παίζει τον παπά» — μάς κοροϊδεύει, μάς εξαπατά
5. παροιμ. α) «παπάς παπά καλό δεν θέλει» — λέγεται σε περιπτώσεις αντιζηλίας ομοτέχνων
β) «αλλού ο παπάς, αλλού τα ράσα του» — λέγεται για δήλωση μεγάλης ακαταστασίας
μσν.
πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάπας, με καταβιβασμό του τόνου στη λήγουσα. Η λ., με τη σημ. «είδος παιχνιδιού της τράπουλας», μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].