καταῖθυξ
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
v. καταιθύσσω.
German (Pape)
[Seite 1350] nach Hesych. ὄμβρος ὁ καταιθύσσων.
Greek Monolingual
καταίθυξ (Α)
1. ορμητικός
2. φρ. «καταῑθυξ ὄμβρος» — ραγδαία βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιθύσσω].