τοιούτος

From LSJ
Revision as of 16:35, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

-αύτη, -ο / τοιοῦτος, -αύτη, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, -αύτα, -ον, και επιτεταμένος τ. του ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α
(δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῦτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο τοιούτος
κίναιδος, ομοφυλόφιλος
2. φρ. «εν τοιαύτῃ περιπτώσει»
(λόγιος τ.) σε αυτήν την περίπτωση, σε τέτοια περίπτωση, τότε
αρχ.
1. (συχνά με επιτ. σημ.) α) τόσο μεγάλος, τόσο ευγενής, τόσο καλός («τοιοῦτον...ἐστὶ τὸ...τέλειον ἄνδρα εἶναι», Πλάτ.)
β) τόσο άθλιος, τόσο ελεεινός
2. (σε συνεκφορά με την αντων. τις) περίπου τέτοιος («ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις», Πολ.)
3. (με άρθρ.) όμοιος («παραπέμπεσθαι τὰ πλοῑα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῡτα», Δημοσθ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τοιοῦτον
α) η τέτοια διαγωγή («οὐδ' αὖ πρῶτοι τοῦ τοιούτου ὑπάρξαντες», Θουκ.)
β) τέτοιος λόγος, τέτοια αιτίαπλέον τι διὰ τὸ τοιοῦτον ἐκπλαγέντων», Θουκ.)
γ) τέτοια περίπτωση
δ) τέτοια θέση («νομίζων ἐν τῷ τοιούτῳ το τε ἀτρεμὲς καὶ ἀνεκπληκτότατον εἶναι», Ξεν.)
ε) αυτό το σημείο («διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ εἶναι τοῦ κινδύνου προσιόντος», Ξεν.)
5. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) τοιαῡτα
α) (μετά από ερώτηση) βεβαίως έτσι, ακριβώς έτσι
β) κατ' αυτόν τον τρόπο
6. φρ. α) «τοιοῦτος εἰμι [ή γίγνομαι] εἴς [ή περί] τινα [ή τινι]» — έχω τέτοιες διαθέσεις απέναντι σε κάποιον
β) «εἰς τοιοῦτον» — σε τέτοια κατάσταση (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖος, κατά τη δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῦτο (πρβλ. τηλικοῦτος). Ο τ. του ουδ. πληθ. τοιαυτί < ουδ. πληθ. τοιαῦτα + επιτ. μόριο -ί (πρβλ. οὑτοσί)].