παρεμπορεύομαι
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
traffic in besides: metaph., οὕτως μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης πάλιν συνειστήκει πότος = after this little love commerce, we were thirsty again Alciphr.Fr.6.16; τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι = yield delight besides instruction, Luc.Hist.Conscr.9.
German (Pape)
[Seite 515] nebenbei womit handeln; übertr., nebenher verschaffen od. gewähren, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, d. i. neben der Belehrung auch Ergötzung gewähren, Luc. hist. conscr. 9.
French (Bailly abrégé)
négocier par surcroît, fig. traiter en passant, acc..
Étymologie: παρά, ἐμπορεύομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εμπορεύομαι op de koop toe geven:. τὸ τερπνὸν π. aantrekkelijkheid als extraatje geven Luc. 59.9.
Russian (Dvoretsky)
παρεμπορεύομαι: попутно доставлять: τὸ τερπνὸν π. Luc. побочным образом (т. е. наряду с поучением) доставлять и удовольствие.
Greek Monolingual
Α
1. εμπορεύομαι κάτι εκ περισσού
2. μτφ. παρέχω ευχαρίστηση με την διδασκαλία («ἡ ιστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἄν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο», Λουκ.).
Greek Monotonic
παρεμπορεύομαι: αποθ., εμπορεύομαι επιπροσθέτως· μεταφ., τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι, προσφέρω τέρψη εκτός από διδασκαλία, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμπορεύομαι: ἀποθ., ἐμπορεύομαι προσέτι, ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., παρέχω τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.
Middle Liddell
Dep. to traffic in besides:—metaph., τὸ τερπνὸν π. to yield delight besides instruction, Luc.