ἀποκαπύω

From LSJ
Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκᾰπύω Medium diacritics: ἀποκαπύω Low diacritics: αποκαπύω Capitals: ΑΠΟΚΑΠΥΩ
Transliteration A: apokapýō Transliteration B: apokapyō Transliteration C: apokapyo Beta Code: a)pokapu/w

English (LSJ)

(v. καπνός) breathe away, aor. 1 in tmesi, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν she gasped forth her life, Il.22.467, cf. Q.S.6.523.

Spanish (DGE)

(ἀποκᾰπύω) exhalar ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσε Il.22.467.

German (Pape)

[Seite 305] aushauchen, in tmesi, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν Iliad. 22, 467.

French (Bailly abrégé)

exhaler.
Étymologie: ἀπό, καπύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκᾰπύω: выдыхать: ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν Hom. и он испустил дух.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαπύω: (ἴδε ἐν λ. καπνός), ἐκπνέω, ἀποπνέω, ἀόρ. α΄ ἐν τμήσει, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν, ἀπέπνευσε τὴν ἑαυτῆς ζωήν, ἐλιποθύμησε (δὲν ἀπέθανε), περὶ τῆς Ἀνδρομάχης. Ἰλ. Χ. 467· ψυχὴν οὔτι κάπυσσεν Κ. Σμ. 6. 523.

Greek Monolingual

ἀποκαπύω (Α)
εκπνέω («ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν» — έχασε την πνοή της, λιποθύμησε, Όμηρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + καπύω «εκπνέω»].

Greek Monotonic

ἀποκᾰπύω: εκπνέω, βγάζω την ανάσα από το στήθος μου, αποπνέω· ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν (Επικ. αόρ. αʹ με τμήση), απέπνευσε την ζωή της, δηλ. λιποθύμησε (δεν πέθανε), λέγεται για την Ανδρομάχη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


to breathe away, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν (epic aor1 in tmesi) she gasped forth her life, Il.