εὐτεχνία
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἡ, skill in art, Str.1.2.33, D.H.Dem.35, Luc.Herm.20, APl.4.142.6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habileté, industrie ; savoir en gén.
Étymologie: εὔτεχνος.
German (Pape)
ἡ, die Kunstfertigkeit, und allgem. Kenntnis, Wissenschaft, Dion.Hal. vi Dem. 35; Luc. Hermot. 20; Ep.adesp. 302 (Plan. 142) und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
εὐτεχνία: ἡ опытность, высокое искусство или мастерство Luc.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτεχνία: ἡ, ἐμπειρία ἐν τῇ τέχνῃ, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 34, Λουκ. Ἑρμότ. 20, Ἀνθ. Πλαν. 5. 142.
Greek Monolingual
εὐτεχνία, ἡ (ΑΜ) εύτεχνος
1. η εμπειρία, η γνώση, η επιστήμη στην τέχνη
2. (κατά τον Ησύχ.) «σοφία, σύνεσις».
Greek Monotonic
εὐτεχνία: ἡ, ικανότητα στην τέχνη, μαστοριά, σε Λουκ., Ανθ.