ἐνέργημα

From LSJ
Revision as of 10:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνέργημα Medium diacritics: ἐνέργημα Low diacritics: ενέργημα Capitals: ΕΝΕΡΓΗΜΑ
Transliteration A: enérgēma Transliteration B: energēma Transliteration C: energima Beta Code: e)ne/rghma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A action, activity, operation, Plb. 4.8.7, D.S.4.51 (of the labours of Heracles), Ph.1.213, M.Ant.4.2, Procl.Inst.158, al.: pl., φύσεων Iamb.Myst.4.13; opp. πάθος, Stoic. 2.59, cf. 3.134, Chrysipp.ib.2.295.
2 realized object, [νοῦς] αὑτοῦ ἐ. Plot.6.8.16, cf.6.9.2.
3 dub. for ἐνάργημα, Epicur.Ep.1p.4U.; τὸ κατὰ φιλοσοφίαν ἐ. Metrod.Herc.831.8, cf.Phld.Po.2.68.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I 1acto τὸ συνεχὲς ἐ. ἐν φυσιολογίᾳ Epicur.Ep.[2] 37, cf. Metrod.(?) Herc.831.8.8, Chrysipp.Stoic.2.295, ἐν τοῖς διαφέρουσι τῶν ἐνεργημάτων en actos diferentes Plb.4.8.7, διανοίας ἐ. καὶ κίνησις ἀόρατος Aristeas 156, cf. D.L.5.29, γίνεται ... ἐκ φρονήσεως τὸ φρονεῖν ... καὶ ἀφ' ἑκάστης τῶν ἄλλων τὸ κατ' αὐτὴν ἐ. Ph.1.213, op. παθήματα Gal.7.52, Plu.Pars.An.5, cf. S.E.P.2.47, ψυχικὸν ... ἐ. καὶ οὐ φυσικόν Gal.19.170, τὰ τῶν φύσεων ἐνεργήματα Iambl.Myst.4.13, cf. A.D.Adu.204.14, Longin.39.3, μηδὲν ἐ. εἰκῇ ... ἐνεργείσθω M.Ant.4.2, Vett.Val.252.12, (ὁ δώριος τόνος) πρὸς τὰ βαρύτερα τῆς φωνῆς ἐνεργήματα χρήσιμος Aristid.Quint.23.2.
2 realización, puesta en práctica de una decisión τὸ γὰρ ἀντιστρατεύεσθαι καὶ αἰχμαλωτίζειν ... προαιρέσεώς ἐστιν ἐνεργήματα Gr.Nyss.Apoll.212.28
fil. acto, realización en acto νοῦς δὲ ἐ.· ὥστε ἐ. αὐτός el Uno, Plot.6.8.16, cf. 9.2.
3 suceso, acontecimiento τῶν δ' ἐνεργημάτων ὑπὲρ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν φανέντων de los actos de Medea, Dionys.Scyt.36.62, τὰ συμβαίνοντά σοι ἐνεργήματα Ep.Barn.19.6c.
4 función τοῦ ... ἀναγωγοῦ τὸ ἐ. la función de la (causa) elevativa Procl.Inst.158.
II de tipo sobrenatural
1 poder, acto de tipo divino o mágico ἐνεργήματα δυνάμεων poderes milagrosos 1Ep.Cor.12.10, cf. A.Io.Oxy.34, τὰ θεῖα ἐνεργήματα Clem.Al.Strom.6.16.137, cf. Origenes Io.20.36 (p.376.35), Const.App.2.43.3, Cyr.Al.Inc.Unigen.713a, ἔχεις τὴν τελετὴν τοῦ μεγίστου καὶ θείου ἐνεργήματος PMag.12.317, cf. 1.194.
2 astrol. poder de acción, influjo ἡ ἐν τοῖς ἐνεργήμασι σύγκρασις Ptol.Tetr.2.9.19.

German (Pape)

[Seite 838] τό, das Bewirkte, die That; Pol. 4, 8, 7; τὰ περὶ τὰς πράξεις ἐνεργήματα 2, 42, 7; a. Sp., wie D. Sic. 4, 51.

Russian (Dvoretsky)

ἐνέργημα: ατος τό дело, действие, деяние Polyb., Diod., Sext., NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνέργημα: τό, τὸ ἐνεργηθέν, ἡ ἐνέργεια, Πολύβ. 4. 8, 7, Διόδ. 4. 51.

English (Strong)

from ἐνεργέω; an effect: operation, working.

English (Thayer)

ἐνεργητος, τό (ἐνεργέω), thing wrought; effect, operation: plural (R. V. workings), δυνάμεων, ibid. 10. (Polybius, Diodorus, Antoninus (others).)

Greek Monolingual

το (AM ἐνέργημα)
1. έργο, πράξη
2. ο πραγματοποιημένος σκοπός.

Chinese

原文音譯:™nšrghma 恩-誒而給馬
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在內-行為(果效)
字義溯源:效果,作用,功用,行為,能行;源自(ἐνεργέω)=活動); (ἐνεργέω)出自(ἐναργής / ἐνεργής)=活動的),而 (ἐναργής / ἐνεργής)又由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἔργον)=行為)組成;其中 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
出現次數:總共(2);林前(2)
譯字彙編
1) 行為(1) 林前12:10;
2) 功用(1) 林前12:6

Léxico de magia

τό poder de tipo mágico o sobrenatural ἔχεις τὴν τελετὴν τοῦ μεγίστου καὶ θείου ἐνεργήματος tienes la consagración del más grande y divino poder P XII 317 εἰ μὴ μόνῳ σου ἰσχινῷ υἱῷ σου ἀξιοῦντι τὰ παρ' ἡμῶν ῥηθέντα ἐνεργήματα excepto únicamente a tu hijo carnal, cuando te pida los poderes que te hemos explicado P I 194

French (New Testament)

ατος (τὸ) réalisation ; effet
ἐνεργέω