σιτοποιέω

From LSJ
Revision as of 10:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοποιέω Medium diacritics: σιτοποιέω Low diacritics: σιτοποιέω Capitals: ΣΙΤΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: sitopoiéō Transliteration B: sitopoieō Transliteration C: sitopoieo Beta Code: sitopoie/w

English (LSJ)

A prepare corn for food, make bread, E.Tr.494; τὸ πτίσσειν καὶ ἀλήθειν καὶ σ. Sor.1.93; σ. τισί give victuals to... X.Cyr.4.4.7:—Pass., to be made into bread, ἀπὸ τοῦ -ηθέντος σίτου PCair.Zen.4.23 (iii B.C.).
II Med., prepare food for oneself, X.Cyr.6.2.31; take food, ib.1.6.36.

German (Pape)

[Seite 886] Getreide zubereiten, mahlen u. dgl., auch Kost. Nahrung bereiten, Eur. Troad. 494, τινί, Xen. Cyr. 4, 4, 7; u. im med., ib. 6, 2, 31, sich Speise zubereiten; auch Nahrung zu sich uehmen, essen, 1, 6, 36.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire du pain, préparer de la nourriture : τινι à qqn;
Moy. σιτοποιέομαι, σιτοποιοῦμαι;
1 se préparer de la nourriture;
2 prendre de la nourriture.
Étymologie: σιτοποιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοποιέω [σῖτος, ποιέω] brood maken, voedsel bereiden.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοποιέω:
1 готовить хлеб или приготовлять пищу Eur.: χειρομύλαις σιτοποιεῖσθαι Xen. приготовлять себе муку на ручных мельницах;
2 давать пропитание (τινι Xen.);
3 med. принимать пищу, питаться Xen.

Greek Monotonic

σῑτοποιέω: μέλ. -ήσω, προετοιμάζω το σιτάρι καταλλήλως προκειμένου να γίνει τροφή, παρασκευάζω ψωμί, ζυμώνω, μαγειρεύω, σε Ευρ.· σιτοποιέω τινί, παρέχω τρόφιμα στον καθένα, σε Ξεν. — Μέσ., ετοιμάζω φαγητό για τον εαυτό μου, λαμβάνω τροφή, γευματίζω, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοποιέω: παρασκευάζω καταλλήλως σῖτον πρὸς τροφήν, κατασκευάζω ἄρτον, Εὐρ. Τρῳ. 494· σ. τινι, παρέχω τροφὰς εἴς τινα, Ξεν. Κύρ. 4. 4, 7. ΙΙ. Μέσ., παρασκευάζω τροφὴν δι’ ἐμαυτόν, αὐτόθι 6. 2, 31· λαμβάνω τροφήν, αὐτόθι 1. 6, 36.

Middle Liddell

σῑτοποιέω, fut. -ήσω [from σῑτοποιός]
to prepare corn for food, to make bread, Eur.; ς. τινί to give victuals to any one, Xen.:—Mid. to prepare food for oneself, take food, Xen.