ἐξορθόω

From LSJ
Revision as of 13:59, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορθόω Medium diacritics: ἐξορθόω Low diacritics: εξορθόω Capitals: ΕΞΟΡΘΟΩ
Transliteration A: exorthóō Transliteration B: exorthoō Transliteration C: eksorthoo Beta Code: e)corqo/w

English (LSJ)

A set upright, τὸ πεσόν Pl.Lg.862c.
2 metaph., set right, correct, τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον S.Ant.83; διεφθαρμένας περιόδους Pl.Ti.90d; ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα E.Supp.1083, cf. 1086.

German (Pape)

[Seite 887] gerade aufrichten, emporrichten; τὸ πεσόν Plat. Legg. IX, 862 c; herstellen, verbessern, πότμον Soph. Ant. 83; τὰς διεφθαρμένας περιόδους Plat. Tim. 90 d. – Med. sich bessern, Eur. Suppl. 1083.

French (Bailly abrégé)

ἐξορθῶ :
relever, redresser, rétablir.
Étymologie: ἐξ, ὀρθόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορθόω:
1 поднимать или (вновь) ставить на ноги (τὸ πεσόν Plat.);
2 исправлять, улучшать (διεφθαρμένον τι Plat.; med. γνώμαισιν ὑστέραισιν Eur.): τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Soph. позаботься о своей судьбе.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορθόω: ἀνορθώνω, τὸ ποσὸν Πλάτ. Νόμοι 862C. 2) μεταφ., φυλάττω τι ὀρθόν, δὲν ἀφίνω νὰ πέςῃ ἢ νὰ κινδυνεύσῃ, ἐξασφαλίζω, μή μου προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον Σοφ. Ἀντ. 83· διορθῶ, Πλάτ. Τίμ. 90D· ἤν τι μὴ καλῶς ἔχῃ, γνώμαισιν ὑστέραισιν ἐξορθούμεθα Εὐρ. Ἱκ. 1083, πρβλ. 1087.

Greek Monotonic

ἐξορθόω: μέλ. -ώσω, ανορθώνω· μεταφ., επανορθώνω, εξασφαλίζω, αποκαθιστώ, αναστηλώνω, παλινορθώ, επιδιορθώνω, σε Σοφ. — Παθ., σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to set upright: metaph. to set right, secure, restore, Soph.: Pass., Eur.