θαιρός
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
ὁ,
A pivot of a door or gate, ῥῆξε δ' ἀπ' ἀμφοτέρους θαιρούς Il. 12.459, cf. Q.S.3.27, Agath.1.10.
II axle of a chariot, S.Fr. 596. (Perh. for θϝᾰρ-yos, cf. θύρα.)
German (Pape)
[Seite 1181] ὁ, die Thürangel, Il. 12, 459, VLL. στροφεύς, die nach Hesych. von oben nach unten ging, ὁ διήκων ἀπὸ τοῦ ἄνω μέρους ἕως κάτω στροφεύς, Qu. Sm. 3, 27 heißt es πύλας δ' εἰς οὖδας ἔρεισε θαιρῶν ἐξερύσας, nachdem er sie aus den Angeln gerissen hatte. – Nach Poll. 1, 144 am Wagen die Eckhölzer, in welche die Seiten des Wagenkastens eingefügt sind, u. die Seitenstücke selbst, = θαιραῖα ξύλα, ibd. 253, vielleicht Wagenrungen. – Bei Soph. fr. 538 die Achse des Wagens.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
gond d'une porte.
Étymologie: pour *θαριός de *θϜαριός, cf. θύρα.
Russian (Dvoretsky)
θαιρός: ὁ
1 дверной крюк, дверной шип: ῥῆξε δ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοτέρους θαιρούς Hom. (ударом камня Гектор) сбил оба крюка;
2 ось повозки Soph.
Greek (Liddell-Scott)
θαιρός: ὁ, (ἴδε θύρα) ὁ στρόφιγξ θύρας, ῥῆξε δ’ ἀπ’ ἀμφοτέρους θαιροὺς Ἰλ. Μ. 459, Κόϊντ. Σμ. 3. 27. ΙΙ. ὁ ἄξων ἅρματος, Σοφ. Ἀποσπ. 538· ― θαιραῖα ξύλα, ξύλα, ὧν χρῆσις ἐγίνετο πρὸς κατασκευὴν θαιρῶν, Πολυδ. Α΄, 144, 253.
English (Autenrieth)
hinge, pl., Il. 12.459†. (See cuts from Egyptian originals; also under ἐπιβλής, No. 35.)
Greek Monolingual
ό (Α θαιρός)
νεοελλ.
1. τεχνολ. μοχλός ή άξονας που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση κινητών τμημάτων ενός οχήματος
2. ναυτ. η βελόνη ή ο πείρος που χρησιμοποιείται για την προσαρμογή και σταθεροποίηση περίστρεπτων εξαρτημάτων («θαιρός του πηδαλίου» — το εξάρτημα με το οποίο το πηδάλιο προσαρμόζεται στο ποδόστημα του πλοίου
αρχ.
1. η στρόφιγγα, ο ρεζές της θύρας
2. άξονας τροχού άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη η λ. προέρχεται από θFaρ-ıό-ς, που θεωρήθηκε ως συνθ. του θύρα και του ιέναι «έρχομαι». Πιθ. παράγωγο του θύρα.
Greek Monotonic
θαιρός: ὁ, ο μεντεσές της πόρτας ή της θύρας, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: pivot of a door (Μ 459, Q. S., Agath.), also axle of a chariot (S. Fr. 596)
Compounds: θαιροδύται οἱ ἐν τῳ̃ ζυγῳ̃ δακτύλιοι, δι' ὧν οἱ ῥυτῆρες H.
Derivatives: θαιραῖος (Poll.);
Origin: IE [Indo-European] [278] *dʰuer- door
Etymology: Technical term. Acc. to Brugmann (IF 17, 356ff.) from *θϜαρ-ιό-ς, IE *dhu̯r̥-i̯ó-, as Türgänger, from θύρα (s. v.) and ἰέναι go (?). Rather the suffix -i̯o-. Norw. dial. darre Türangel, small standard in the corner of a sledge (Falk-Torp Wb. 1, 178); at best remotely related.
Middle Liddell
θαιρός, ὁ,
the hinge of a door or gate, Il.
Frisk Etymology German
θαιρός: {thairós}
Grammar: m.
Meaning: Türangel, drehbarer Türzapfen (Μ 459, Q. S., Agath.), auch Wagenachse (S. Fr. 596) mit θαιραῖος (Poll.); dazu θαιροδύται· οἱ ἐν τῳ̃ ζυγῳ̃ δακτύλιοι, δι’ ὧν οἱ ῥυτῆρες H.
Etymology: Technischer Ausdruck ohne Etymologie. Nach Brugmann (z. B. IF 17, 356ff.) aus *θϝαριός, idg. *dhu̯r̥-i̯ó-, eig. "Türgänger’’, Zusammenbildung aus θύρα (s. d.) und ἰέναι gehen (?). Norw. dial. darre Türangel, kleiner Ständer in der Ecke eines Schlitten, von Falk-Torp Wb. 1, 178 mit θαιρός identifiziert, kann höchstens damit entfernt verwandt sein.
Page 1,647