πιλνάω
νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers
English (LSJ)
= πελάζω, bring near, once in Hes., Βορέας… δρῦς… πιλνᾷ χθονί brings them to earth, Op.510; also intr., δόμοισι πιλνᾷς thou drawest nigh to the house, h.Cer.115 (nisi leg. πίλνασαι):—elsewhere Pass. πίλνᾰμαι (with no act. form πίλνημι), draw near to, approach, c. dat., ἅρματα χθονὶ πίλνατο the chariots went close to the ground, Il. 23.368; ἐπ' οὔδει πίλναται 19.93, cf. A.R.4.952, Simm.7: abs. with two subjects, Γαῖα καὶ Οὐρανὸς πίλνατο earth and sky threatened to encounter (in the storm), Hes.Th.703:—πίτναντο must be read for πίλναντο with Aristarch. and some codd. in Il.22.402; conversely πίλναντο for πίτναντο in Euph.63.2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
approcher de, jeter contre, τί τινι.
Étymologie: R. Πελ, être proche.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιλνάω [~ πελάζω] ook athem. med.-pass. 3 sing. πίλναται, ptc. πιλνάμενος, ep. imperf. med. 3 sing. πίλνατο act. doen naderen:. πολλὰς δὲ δρῦς... πιλνᾷ χθονί hij (Boreas) doet vele eiken ter aarde vallen Hes. Op. 510. med.-pass. naderen:. ἅρματα... χθονὶ πίλνατο de wagens raakten bijna de grond Il. 23.368.
Russian (Dvoretsky)
πιλνάω: (только praes.) пригибать, склонять (δρῦς χθονί Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
πιλνάω: πελάζω, φέρω πλησίον· ἀλλὰ μόνον ἅπαξ εὕρηται, Βορέας... δρῦς... πιλνᾷ χθονὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 508. ― Ἀλλαχοῦ ἐν τῷ Παθ. πίλναμαι (ἀλλ’ ἄνευ ἐνεργ. τύπου πίλνημι), προσεγγίζω, μετὰ δοτικ., ἅρματα χθονὶ πίλνατο, τὰ ἅρματα ἤγγιζον τὸ ἔδαφος, Ἰλ. Ψ. 368· οὐ γὰρ ἐπ’ οὔδεϊ πίλναται, «οὐ γὰρ προσπελάζει τῇ γῇ» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 93· πρβλ. προσπίλναμαι· δόμοισι πίλνασαι (τὰ Ἀντίγραφα -νᾷς), πλησιάζεις πρὸς τὴν οἰκίαν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 115· καὶ ἀπολ. μετὰ δύο ὑποκειμένων, γαῖα καὶ οὐρανὸς πίλνατο, γῆ καὶ οὐρανὸς ἠπείλουν σύρραξιν (ἐν τῇ θυέλλῃ), Ἡσ. Θεογ. 703. ― Ἐν Ἰλ. Χ. 402, ἀντὶ τοῦ χαῖται πίλναντο, ὅπερ οὐδεμίαν ἔννοιαν εὐπρόσδεκτον ἔχει, ἤδη κοινῶς ἐγένετο δεκτὴ ἡ διάφορ. γραφὴ πίτναντο.
Greek Monotonic
πιλνάω: = πελάζω, φέρνω κοντά, σε Ησίοδ.· πίλναμαι (αλλά χωρίς Ενεργ. τύπο πίλνημι)· τραβώ κοντά σε, προσεγγίζω, με δοτ., ἅρματα χθονὶ πίλνατο, τα άρματα άγγιξαν το έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπ'οὔδεϊ πίλναται, στο ίδ.· γαῖα καὶ οὐρανὸς πίλνατο, η γη και ο ουρανός κινδυνεύουν να ενωθούν (στη διάρκεια καταιγίδας), σε Ησίοδ.
Middle Liddell
= πελάζω
I. to bring near, Hes.
II. Mid., to draw near to, approach, c. dat., ἅρματα χθονὶ πίλνατο the chariots went close to the ground, Il.; ἐπ' οὔδεϊ πίλναται Il.; γαῖα καὶ οὐρανὸς πίλνατο earth and sky threatened to encounter (in the storm), Hes.