περιστέφω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
enwreathe, surround, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεύς Od.5.303; τὴν νησῖδα τοῖς ὅπλοις Plu.Arist.9; κύκλῳ τὰ τείχη Id.2.245e; Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, of the serpent Pytho, Call.Del.93:—Pass., Orph.Fr.186: metaph., ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται Aphth.Prog.3.
German (Pape)
[Seite 594] umkränzen, umgeben; οὐρανὸν νεφέεσσι, Od. 5, 303, τὴν νησῖδα ὁπλίταις, Plut. Aristid. 9.
French (Bailly abrégé)
couronner, envelopper.
Étymologie: περί, στέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-στέφω omgeven, omhullen:; νεφέεσσι περιστέφει οὐρανόν met wolken bedekt hij de hemel Od. 5.303; overdr.. κενεή σε περιστέψαιτο moge een lege hut jou omhullen AP 7.736.3 ( dub. ).
Russian (Dvoretsky)
περιστέφω:
1 окаймлять, окружать (νεφέεσσι οὐρανόν Hom.);
2 оцеплять, осаждать (τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις πανταχόθεν Plut.).
English (Autenrieth)
set closely around, surround, Od. 5.303; pass., fig., his words are not ‘crowned’ with grace, Od. 8.175.
Greek Monolingual
Α
1. περιβάλλω κάτι σαν σε στεφάνι, περιστεφανώνω
2. περικυκλώνω
3. παθ. περιστέφομαι
μτφ. κοσμούμαι με αρετή («ὁ παῖς ἀρετῇ περιστέφεται», Αφθόν.).
Greek Monotonic
περιστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω, περικυκλώνω, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν Ζεύς, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
περιστέφω: μέλλ. -ψω, περιβάλλω, περικαλύπτω, ὡς διὰ στεφάνου, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν εὐρὺν Ζεὺς Ὀδ. Ε. 303· τὴν νησῖδα τοῖς ὁπλίταις Πλουτ. Ἀριστείδ. 9· κύκλῳ τὰ τείχη ὁ αὐτ. 2. 245D· Παρνησὸν π. ἐννέα κύκλοις, ἐπὶ τοῦ ὄφεως Πύθωνος, Καλλ. εἰς Δῆλον 93.
Middle Liddell
fut. ψω
to enwreathe, surround, νεφέεσσι περιστέφει οὐρανὸν Ζεύς Od.