μεθύσι

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source

Greek Monolingual

και μεθήσι, το
1. το αποτέλεσμα του μεθώ, διανοητική και οργανική διαταραχή που οφείλεται σε υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, υπερβολική οινοποσία
2. (κατ' επέκτ.) παράλυση που οφείλεται σε υπερβολική ηδονή, ηδονική ζάλη
3. μτφ. α) αισθησιακή τέρψη
β) ενθουσιασμός
4. φρ. α) «έγινε στουπίτάπα ή τύφλα] στο μεθύσι» — είναι πάρα πολύ μεθυσμένος
β) «κάνει καλό μεθύσι» — διατηρεί καλή διάθεση ή συμπεριφορά και όταν είναι μεθυσμένος
γ) «το 'ρίξε στο μεθύσι» — άρχισε να πίνει και να μεθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. απαρέμφατο μεθύσειν, εξ ου και η παλαιότερη ετυμολ. γραφή (το) μεθύσει (πρβλ. φιλί < φιλεῖν, φα(γ)ί < φαγεῖν κ.λπ.). Ο τ. με -η- υπό την επίδραση του μέθη.

Translations

drunkenness

Arabic: سُكْرٌ‎; Asturian: borrachera, enfile; Basque: mozkorraldi; Catalan: embriaguesa, turca, borratxera; Chinese Mandarin: 醉態/醉态, 酒醉, 酩酊; Czech: opilost; Danish: fuldskab; Dutch: dronkenschap; Esperanto: ebriiĝo; Finnish: juopumus, päihtymys, humalatila, känni, känä, maistissa, päissään, sievässä, pienessä, simassa, hutikassa, jurri, kaljoissa, humala, kuositus, huppeli, hiprakka, pöhnä, perse olalla, umpitunneli, kaatokänni, nakit silmillä, perskänni, räkäkänni(informal, heavily drunk), taikinoissa, änkyräkänni, perseet, pää täynnä, naamat, tuuba, kaasu, huuru, pieru, pleksit, tutkalla, lärvit, tuiskeessa, tuiterissa, tujussa, seipäässä, flänässä, hönössä, seilissä, fyllassa; French: ébriété, ivresse; Galician: borracheira, peido, moca; German: Trunkenheit, Betrunkenheit, Alkoholberauschung, Alkoholberauschtheit; Gothic: 𐌳𐍂𐌿𐌲𐌺𐌰𐌽𐌴𐌹; Greek: μέθη, μεθύσι; Ancient Greek: βακχεία, Βακχεία, βακχίη, ἐκμέθυσμα, ἐξοινία, κραιπάλη, μέθη, μέθυσις, οἰνοφλυγία, οἴνωσις, τὸ πάροινον; Hebrew: שכרון‎; Hungarian: részegség; Icelandic: ölvun, drykkjuskapur, óregla, ölæði; Ido: ebrieso; Ilocano: bartek; Irish: meisce; Italian: ubriachezza, sbornia, ciucca, ubriacatura; Japanese: 酩酊; Latin: ebrietas; Lun Bawang: abuk; Manx: meshtallys, scooyr; Norman: bouaissonn'nie, béthie, ivrouongn'nie; Persian: مستی‎; Polish: pijaństwo; Portuguese: bebedeira, embriaguez, tosga; Romanian: beție; Russian: опьянение, пьянство, подпитие, градус; Scottish Gaelic: daorach, misg, smùid; Spanish: borrachera, embriaguez, pedo, cogorza, escabio; Swedish: fylla; Telugu: మత్తు; Turkish: sarhoşluk; Ugaritic: 𐎌𐎋𐎗𐎐; Welsh: meddwdod