ὀχεῖον

From LSJ
Revision as of 06:14, 24 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχεῖον Medium diacritics: ὀχεῖον Low diacritics: οχείον Capitals: ΟΧΕΙΟΝ
Transliteration A: ocheîon Transliteration B: ocheion Transliteration C: ocheion Beta Code: o)xei=on

English (LSJ)

τό,
A male animal kept for breeding, stallion, Arist.HA572a14, GA748a27, Str. 16.2.10, Plu.Lyc.15; cock, Arist.GA730a11; ἵππων ὄνων τ' ὀχεῖα A. Fr.194.
2 γείτονας τοῦ ὀχείου Lycurg.Fr.26 (expld. conjecturally by Harp. as a place ἐν ᾧ ὀχεῖαι γίνονται κτηνῶν ἢ ὀχήματα μισθοῦται).
II (ὀχέω) = ὄχημα ΙΙ, ὄχος, Din.Fr.64.2.
2 anchor, Trag. Adesp.251 (ap. Theognost.Can.128).

German (Pape)

[Seite 428] τό, 1) das männliche Tier, das zur Zucht gehalten wird, Beschäler, Zuchthengst, Zuchtstier, Zuchtbock, τὰ ὀχεῖα ἐκ τῶν θηλειῶν οὐκ ἐξαίρουσι, Arist. H. A. 6, 18, öfter; auch der Hahn, gen. an. 1, 21. – 2) der Ort für diese Tiere, Gestüt, Lycurg. bei Harpocrat. – 3) (von ὀχέω) = ὄχος, ὄχημα; ἵππων ὄνων τ' ὀχεῖα, Aesch. frg. 180; Dinarch. bei Harpocr.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
étalon, animal.
Étymologie: ὀχεύω.

Russian (Dvoretsky)

ὀχεῖον: τό самец-производитель Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχεῖον: τό, (ὀχεύω) ζῷον ἄρρεν τρεφόμενον ὅπως βατεύῃ τὰ θήλεα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 9, π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· ἀλεκτρυών, αὐτόθι 1. 21, 10· ἵππων ὄνων τ’ ὀχεῖα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 194· ὠνοῦνταί μοι τὸν ἵππον ὀχεῖον, δηλ. εἰς ὀχείαν ἀποδεδειγμένον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. 2) ὁ τόπος ἔνθα γίνεται ὀχεία, Λυκοῦργ. παρ’ Ἁρποκρ. ΙΙ. (ὀχέω), = ὄχημα ΙΙ, ὄχος, Δείναρχ. αὐτόθι. 2) ἄγκυρα, Θεογνώστ. Κανόν. 129.

Greek Monolingual

(I)
ὀχεῖον, τὸ (Α) οχεία (Ι)
1. αρσενικό ζώο που εκτρέφεται προκειμένου να βατεύει τα θηλυκά ζώα, επιβήτορας, βατευτής («ἵππους ὑπὸ τοῖς κρατίστοις τῶν ὀχείων βιβάζουσι χάριτι», Πλούτ.)
2. κόκορας
3. τόπος κατάλληλος για οχεία.
(II)
ὀχεῖον, τὸ (Α) [[[οχεία]] (II)]
1. η άγκυρα
2. ὄχος, ὄχημα.

English (Woodhouse)

stallion

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)