παραστατέω

From LSJ
Revision as of 18:35, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστᾰτέω Medium diacritics: παραστατέω Low diacritics: παραστατέω Capitals: ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΩ
Transliteration A: parastatéō Transliteration B: parastateō Transliteration C: parastateo Beta Code: parastate/w

English (LSJ)

A stand by or near, abs., A.Ag.877; φόβος ἀνθ' ὕπνου π. ib. 14; πέλας τινὶ π. Id.Th.669, cf. S.OT 400, E.Ph.160.
2 stand by, i.e. support, succour, c. dat., S.El.917, Ar.Th.370 (lyr.), etc.; ἐν γόοις π. [τινι] A.Ag.1079(lyr.).

German (Pape)

[Seite 500] daneben, dabei, zur Seite stehen; φόβος γὰρ ἀνθ' ὕπνου παραστατεῖ, Aesch. Ag. 14, vgl. 851. 1174; Soph. O. R. 399; Eur. Phoen. 163; ἡμῖν θεοὺς παραστατεῖν, zum Schutze, Ar. Thesm. 370.

French (Bailly abrégé)

παραστατῶ :
1 se tenir auprès de, τινι;
2 assister, secourir, τινι.
Étymologie: παραστάτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραστατέω [παραστάτης] naast... staan, met dat.; overdr. bijstaan, helpen.

Russian (Dvoretsky)

παραστᾰτέω:
1 стоять возле (θρόνοις πέλας Soph.; Ἀδράστῳ πλησίον Eur.): φόβος ἀνθ᾽ ὕπνου παραστατεῖ Aesch. страх вместо сна стоит у ложа (Агамемнона);
2 быть в помощь, помогать (τινι Soph., Arph.).

Greek Monotonic

παραστᾰτέω: μέλ. -ήσω·
1. στέκομαι δίπλα ή κοντά, σε Τραγ.
2. στέκομαι δίπλα, υποστηρίζω, βοηθώ, τινί, σε Αισχύλ., Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παραστᾰτέω: ἵσταμαι πλησίον, ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 877· φόβος ἀνθ’ ὕπνου π. αὐτόθι 14· π. πινι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 669· π. τινι πέλας ἢ πλησίον Σοφ. Ο. Τ. 400, Εὐρ. Φοίν. 160. 2) παρίσταμαι, δηλ. ἔρχομαι εἰς ἐπικουρίαν, βοηθῶ, τινι Σοφ. Ἠλ. 917, κτλ· ἐν γόοις π. [τινι] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1079.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to stand by or near, Trag.
2. to stand by, to support, succour, τινί Aesch., Soph.