προτίω

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτίω Medium diacritics: προτίω Low diacritics: προτίω Capitals: ΠΡΟΤΙΩ
Transliteration A: protíō Transliteration B: protiō Transliteration C: protio Beta Code: proti/w

English (LSJ)

[ῐ], fut. προτίσω [ῑ], prefer in honour, prefer, τι A.Ag.789 (anap.), Eu.546 (lyr.); τάφου.. τὸν μὲν προτίσας.. ἔχει (οὐ γὰρ τάφου νῷν τὼ κασιγνήτω Κρέων τὸν μὲν προτίσας, τὸν δ᾽ ἀτιμάσας ἔχει) has deemed the one more worthy of burial, S.Ant.22.

German (Pape)

[Seite 793] (s. τίω), vor Andern od. mehr ehren, vorziehen; πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι προτίουσι, Aesch. Ag. 763; Eum. 516; Gegensatz von ἀτιμάζω, Soph. Ant. 22.

French (Bailly abrégé)

honorer de préférence ; préférer : τινα τάφου SOPH juger qqn digne des honneurs de la sépulture.
Étymologie: πρό, τίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-τίω verkiezen; waard achten (boven een ander), met acc. en gen. iem. iets:. τάφου... τὸν μὲν προτίσας... ἔχει hij heeft de ene (boven de ander) een graf gegund Soph. Ant. 22.

Russian (Dvoretsky)

προτίω: (ῑ)
1 выше ставить, предпочитать: πολλοὶ βροτῶν τὸ δοκεῖν εἶναι προτίουσι Aesch. многие из людей предпочитают казаться, чем быть, т. е. склонны к лицемерию;
2 считать более достойным (τινά τινος Soph.).

Greek Monolingual

Α
1. τιμώ περισσότερο, προτιμώ
2. προκρίνω («πολλοὶ δὲ βροτῶν τὸ δοκεῖν εῖναι προτίουσι δίκην παραβάντες», Αισχ.)
3. φρ. «προτίω τινὰ τάφου» — θεωρώ κάποιον άξιο ταφής μάλλον παρά για κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τίω «απονέμω τιμή, εκτιμώ»].

Greek Monotonic

προτίω: μέλ. -τίσω [ῐ], τιμώ περισσότερο, προτιμώ, σε Αισχύλ., Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προτίω: μέλλ. -τίσω [ῑ], τιμῶ περισσότερον, προτιμῶ, τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 789, Εὐμ. 545· πρ. τινὰ τάφου, θεωρῶ τινα μᾶλλον ἄξιον ταφῆς ἢ ἕτερον, Σοφ. Ἀντ. 22.

Middle Liddell

fut. -τίσω
to prefer in honour, Aesch., Soph.