λέως

From LSJ
Revision as of 10:45, 11 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέως Medium diacritics: λέως Low diacritics: λέως Capitals: ΛΕΩΣ
Transliteration A: léōs Transliteration B: leōs Transliteration C: leos Beta Code: le/ws

English (LSJ)

or λείως, Ion. Adv. entirely, wholly, at all, λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεον Archil.112, cf. Hp. ap. Erot.et Gal.19.118:—elsewhere only found in the compounds λεωργός; λεωκόνητος, λεχκόνιτος, or λεχκόρητος, utterly destroyed, Theognost.Can.9, Hsch., Phot.: λεώλεθρος, λεώλης, ες, utterly destroyed, Hsch. (also λειώλης, q.v., cf. λιωλεθρία Hsch.): λεωπάτητος [ᾰ], ον, v.l. for λακπάτητος, S.Ant. 1275.—The Gramm. expl. it as shortened for τελέως, A.D.Pron.58.12, Erot.l.c. (ubi λίως codd.), Gal.l.c. (ubi male λεῶς), EM560.31.

German (Pape)

[Seite 37] = τελέως, nach Apollon. pron. 334 u. E. M. aus Archil.; es hängt entweder mit λίαν zusammen, od. mit λεώς, insofern Volk auch eine Gesammtheit, Ganzheit bedeutet, oder mit λεῖος, wie plane, platterdings.

Greek (Liddell-Scott)

λέως: ἢ λείως, Ἰων. ἐπίρρ. = λίαν, ἐντελῶς, ὁλοσχερῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς, λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεον Ἀρχίλ. 112· ἀλλαχοῦ ἀπαντῶν μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις λεωργὸς (ὃ ἴδε)· λεωκόνητος, -κόνιτος, ἢ -κόρητος, παντελῶς ἐξωλοθρευμένος, Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 32, Ἡσύχ., Φώτ.· λεώλεθρος, λεώλης, -ες, τελείως ἐξώλης, Ἡσύχ.· λεωπάτητος, διάφ. γραφ. ἀντὶ λακπάτητος, ἐν Σοφ. Ἀντ. 1275. - Οἱ Γραμμ. ἑρμηνεύουσιν αὐτὸ ὡς συντετμημένον ἐκ τοῦ τελέως, Ἀπολλοδ. Δύσκ. π. Ἀντων. 334, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 514 (ἔνθα κακῶς: λεῶς), Ἐτυμολ. Μέγ. 560. 31.

Greek Monolingual

λέως, ιων. τ. λείως (Α)
επίρρ. εντελώς, παντελώς, ολοσχερώς («λείως γὰρ οὐδὲν ἐφρόνεων», Αρχίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος
ο τ. λέως κατά τα ἡδέως, τελέως. (Για τη σχέση του λέως με τα σύνθ. που έχουν α' συνθετικό λεω- βλ. λεωκόνητος)].

Greek Monotonic

λέως: Ιων. επίρρ. = λίαν, εντελώς, ολοσχερώς, παντελώς, λέως οὐδέν, καθόλου, σε Αρχίλ.· πρβλ. λεωργός.

Middle Liddell

[ionic adv. = λίαν
entirely, wholly, λ. οὐδέν nothing at all, Archil.; cf. λεωργός.