κόρθυς

From LSJ
Revision as of 17:08, 13 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "?]]" to "]]?")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρθῠς Medium diacritics: κόρθυς Low diacritics: κόρθυς Capitals: ΚΟΡΘΥΣ
Transliteration A: kórthys Transliteration B: korthys Transliteration C: korthys Beta Code: ko/rqus

English (LSJ)

υος, ἡ, lengthened form of κόρυς, heap, Anon. ap. Suid. s.v. κορθύεται, Hsch.; in Theoc.10.46, κόρθυος ἁ τομά the swathe of mowncorn.

German (Pape)

[Seite 1486] υος, ἡ (vgl. κόρυς), von Hesych. σωρός erkl.; nur Theocr. 10, 46, ἐς βορέην ἄνεμον τᾶς κόρθυος ἁ τομὰ βλεπέτω, von den reihenweise nach der Seite des Schnittes hinliegenden Haufen der abgemähten Aehren.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
tas de blé coupé, meule.
Étymologie: DELG étym. peu sûre, malgré skr. śárdha « troupe », got. hairda « troupeau ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρθυς -υος, ἡ stapel, hoop.

Russian (Dvoretsky)

κόρθῠς: υος ἡ куча, груда: τᾶς κόρθυος ἁ τομά Theocr. ряд сжатых колосьев.

Greek Monolingual

κόρθυς, -υος, ἡ (Α)
σωρός, δεμάτι, κυρίως θερισμένου σταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη ανάγεται στην ετεροιωμένη και συνεσταλμένη βαθμίδα kordhu- της ΙΕ ρίζας kerdho- «αγέλη, σειρά» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. sardhas «κοπάδι», το γοτθ. hairda «κοπάδι», το γαλατ. cordd «κοπάδι, οικογένεια». Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.
ΠΑΡ. αρχ. κορθύνω, κορθύω.

Greek Monotonic

κόρθῠς: -υος, ἡ, επιτετ. τύπος του κόρυς· στον Θεόκρ., κόρθυος ἁ τομά, δεμάτιο θερισμένου σιταριού.

Greek (Liddell-Scott)

κόρθῠς: ἢ κόρθις, ἡ, ἐκτεταμένος τύπος τοῦ κόρυς, σωρός, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἐν λ. κορθύεται, Ἡσύχ.· ἐν Θεοκρ. 10. 47, κόρθυος ἁ τομά, δεμάτιον θερισμένου σίτου.

Frisk Etymological English

-υος
Grammatical information: f.
Meaning: heap, of grain?, sheaf? (Theoc. 10, 46: κόρθυος ἁ τομά; cf. H.: κόρθυας τὰ κατ' ὀλίγον δράγματα), heap, σωρός (EM 530, 3), of sand, ἄμμου κόρθυς (Anon. ap. Suid. s. κορθύεται).
Derivatives: κορθύομαι (κῦμα, resp. ὕδωρ Ι 7, A. R. 2, 322) form a heap (a sheaf?), rise; κορθύνω (Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος Hes. Th. 853). Aor. κορθῦσαι (εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Hymn. Is. 150) raise high.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [579] *ḱerdh-, skerdh- herd
Etymology: "Offenbar mit κόρθις, κορθίλαι nahe verwandt." Frisk (for which I see no reason). Connected with Skt. śárdha- m., śárdhas- n. band, troop, Germ., e. g. Goth. haírda herd, MWelsh cordd f. troop, band, family a. o. (IE. *ḱordho-, , *ḱerdhos-, , prop. *"heap"?). Further connection with κορέννυμι (Osthoff Etym. parerga 1, 8ff.; Pok. 579, also W.-Hofmann s. creō) is quite hypothetic.

Middle Liddell

κόρθῠς, υος, ἡ, [lengthd. form of κόρυς
in Theocr., κόρθυος ἁ τομά the swathe of mown corn.

Frisk Etymology German

κόρθυς: -υος
{kórthus}
Grammar: f.
Meaning: Getreidehaufe, Garbe (Theok. 10, 46: κόρθυος ἁ τομά; vgl. H.: κόρθυας· τὰ κατ’ ὀλίγον δράγματα), Haufe, σωρός (EM 530, 3), vom Sand, ἄμμου κόρθυς (Anon. ap. Suid. s. κορθύεται).
Derivative: Davon κορθύομαι (κῦμα, bzw. ὕδωρ Ι 7, A. R. 2, 322) ‘einen Haufen (eine Garbe?) bilden, sich erheben’; κορθύνω (Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος Hes. Th. 853). Aor. κορθῦσαι (εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Hymn. Is. 150) einen Haufen errichten, in die Höhe heben.
Etymology: Offenbar mit κόρθις, κορθίλαι nahe verwandt. Anknüpfung an aind. śárdha- m., śárdhas- n. Schar, Truppe, germ., z. B. got. haírda Herde, mkymr. cordd f. Truppe, Schar, Familie u. a. m. (idg. *ḱordho-, -ā, *ḱerdhos-, -ā, eig. *"Haufen"?) liegt nahe; die weitere Verbindung mit der Sippe von κορέννυμι (Osthoff Etym. parerga 1, 8ff.; s. WP. 1, 424f., Pok. 579, auch W.-Hofmann s. creō) ist ganz hypothetisch.
Page 1,921-922