σύσσιτος
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ὁ, messmate, Thgn.309, Hdt.5.24, Ar.V.557 (anap.), Ra.1075 (anap.), Pl.602 (anap.), Pl.Lg.806e (ξυσσιτίων codd.), X.Cyr.8.7.14, Arist. Pol.1314a10; member of common room of the Museum at Alexandria, OGI712 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1043] mitspeisend, gemeinschaftlich essend, Tischgenosse; Theogn. 309; Her. 5, 24; καὶ συνέστιος, Plat. Ep. VII, 350 c; Legg. VII, 806 e; Xen. oft, Dem., u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange avec ; ὁ σύσσιτος convive, commensal.
Étymologie: σύν, σῖτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύσσῑτος -ου, ὁ Att. ook ξύσσῑτος [σύν, σῖτος] disgenoot.
Russian (Dvoretsky)
σύσσῑτος: ὁ застольный товарищ, сотрапезник Her. etc.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύσσιτος, -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύσσιτος, -ον, Α
αυτός που συντρώγει με κάποιον, ομοτράπεζος («καὶ τὸ χρῆσθαι συσσίτοις καὶ συνημερευταῖς ξενικοῖς μᾶλλον ἤ πολιτικοῖς τυραννικόν», Αριστοτ.)
αρχ.
μέλος του κοινού δειπνητηρίου στο Μουσείο της Αλεξάνδρειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. παρά-σιτος].
Greek Monotonic
σύσσῑτος: ὁ, αυτός που τρώγει μαζί με άλλους, ο ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας, ομόσιτος, σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
σύσσῑτος: ὁ, ὁ ὁμοῦ σιτούμενος, ὁμοῦ ἐσθίων, ὁμοτράπεζος, Θέογν. 309, Ἡρόδ. 5. 24, Ἀριστοφ. Σφ. 557, Βάτρ. 1075, Πλ. 602, Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
σύσ-σῑτος, ὁ,
one who eats together, a messmate, Theogn., Hdt., Attic