βαρύς

From LSJ
Revision as of 19:15, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρύς Medium diacritics: βαρύς Low diacritics: βαρύς Capitals: ΒΑΡΥΣ
Transliteration A: barýs Transliteration B: barys Transliteration C: varys Beta Code: baru/s

English (LSJ)

εῖα, ύ, poet. gen. pl. fem. βαρεῶν dub. in A.Eu.932 (anap.): Comp. βαρύτερος, Sup. βαρύτατος:—

   A heavy in weight, β. ἀείρεσθαι, opp. κοῦφος, Hdt.4.150, cf. Pl.Tht.152d, Arist.Cael.310b25, etc.: in Hom. mostly with collat. notion of strength and force, χεῖρα βαρεῖαν Il.1.219, cf. 89; ἀκμᾷ βαρύς Pi.I.4(3).51; β. τὸ σῶμα App.Mac.14; of athletes, Philostr.Gym.31; ὀφρύς bushy, ib.48; but also, heavy with age, infirmity or suffering, νόσῳ S.Tr.235; σὺν γήρᾳ Id.OT17; ἐν γήρᾳ Id.Aj.1017; ὑπὸ γήρως Ael.VH9.1; ὑπὸ τῆς μέθης Plu.2.596a; pregnant, PGoodsp.Cair.15.15 (iv A. D.); β. βάσις heavy, slow, S.Tr.966; τυπάδι βαρείᾳ Id.Fr.844. Adv. κοῦφον βαρέως Pl.Tht.189d.    2 heavy to bear, grievous, ἄτη, ἔρις, κακότης, Il.2.111, 20.55, 10.72; Κλῶθες Od.7.197; κῆρες Il.21.548; β. κὴρ τὸ μὴ πιθέσθαι A.Ag.206 (lyr.); βαρὺ or βαρέα στενάχειν sob heavily, Od.8.95,534, Il.8.334, etc.: in Trag. and Prose, burdensome, grievous, oppressive, β. ξυμφορά, τύχαι, καταλλαγαί, etc., A.Pers.1044 (lyr.), Th.332 (lyr.), 767 (lyr.), etc.; ἡδονή S.OC1204; ἀγγελία β. ἢν ἐν τοῖς βαρύτατ' ἂν ἐνέγκαιμι Pl.Cri.43c; πόλεμος D.18.241; βαρὺ κοὐχὶ δίκαιον Id.21.66; νόσος causing disgust, S.Ph.1330; αὐδά, ἠχώ, ib.208 (lyr.), E.Hipp.791; unwholesome, χωρίον X.Mem.3.6.12; πλησμονή Id.Cyn.7.4; indigestible, Ath.3.115e; β. νότος Paus.10.17.11. Adv. -έως, φέρειν τι take a thing ill, suffer it impatiently, Hdt.5.19; β. φέρειν ἐπί τινι Plb.15.1.1 (but β. φέρειν bear with dignity, D.S.26.3); β. ἔχειν, c. part, Arist. Rh.Al. 1424b5; πρός τι Id.Pol.1311b9; τοῖς λογίοις Arg.E.Heracl.: Comp. βαρυτέρως τινὶ ἐναντιωθῆναι LXX3 Ma.3.1; βαρέως ἀκούειν hear with disgust, X.An.2.1.9.    3 violent, ὀργή S.Ph.368; μῆνις Id.OC1328; ἀπέχθειαι Pl.Ap.23a (Sup.); θυμός Theoc.1.96.    4 weighty, grave, ἐπιστολαί 2 Ep.Cor.10.10; αἰτιώματα Act.Ap.25.7; τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου Ev.Matt.23.23; ample, βαρυτάτην εὐδαιμονίαν τοῖς ἀρχομένοις παρέξειν Hdn.2.14.3.    II of persons, severe, stern, β. ἐπιτιμητής A. Pr.77; εὔθυνος Id.Pers.828, cf. S.OT546; Κύπρι βαρεῖα Theoc.1.100; wearisome, troublesome, E.Supp.894, Pl.Tht.210c, etc.; ξύνοικος A. Supp.415, S.Fr.753; γείτονες Plb.1.10.6.    2 overbearing, σεμνότεροι ἢ βαρύτεροι Arist.Rh.1391a27 (but σεμνὸς καὶ β. Str.14.1.42); ὑπερήφανοι καὶ β. Plu.2.279c; important, powerful, πόλις Plb.1.17.5, etc.    3 of soldiers, heavy-armed, X.Cyr.5.3.37 (s.v.l.); of the ὁπλίτης Pl.Lg.833b (Comp.); τὰ β. τῶν ὅπλων Plb.1.76.3.    4 difficult, ὅρκος γὰρ οὐδεὶς ἀνδρὶ φηλήτῃ β. S.Fr.933.    III of impressions on the senses,    1 of sound, strong, deep, bass, opp. to ὀξύς, Od.9.257, S.Ph.208, Pl.Prt.332c, Arist.EN1125a14, etc.; βαρὺ ἀμβόασον A.Pers. 572 (lyr.); φθέγγονται βαρύτατον ἀνθρώπων Hp.Aër.15; βαρύτατα ὑπακούειν, of diseases, Id.Prorrh.2.39; πενθεῖν Ael.VH12.1; esp. of musical pitch, low, opp. ὀξύς, βαρυτάτη χορδή Pl.Phdr.268e; ἆχος, φωνά, Archyt. I, cf. Arist.EE1235a28, Aristox.Harm.p.3 M.; of accent, grave, ἀντὶ ὀξείας τῆς μέσης συλλαβῆς βαρεῖαν ἐφθεγξάμεθα Pl. Cra.399b; ὀξείᾳ καὶ βαρείᾳ καὶ μέσῃ φωνῇ Arist.Rh.1403b30, etc.: hence ἡ βαρεῖα (sc. προσῳδία) accentus gravis, D.T.630.1, etc.; β. τάσις D.H.Comp.11, A.D.Synt.307.13; β. τόνος D.T.674.13, cf.A.D.Pron. 36.5; β. συλλαβή unaccented, Id.Synt.100.8, al. Adv. βαρέως with the accent thrown back, Id.Pron.51.1, Ath.2.53b: Comp.-ύτερον, opp. ὀξύτερον (ου) opp. οὗ), Arist.SE178a3 (but, on a lower note, αὐλεῖν Id.GA 788a22).    2 of smell, strong, offensive, Hdt.6.119.    3 Adv. βαρέως slowly, ἐπισπᾶσθαι Hero Aut.26.6. (guṛr-u- from gu[rmacr ]ṛ-u-, Skt. gurús 'heavy', Lat. gravis (from fem. gur[schwa]wī-), Goth. kaúrus 'heavy'.)

German (Pape)

[Seite 435] εῖα, ύ, 1) schwer von Gewicht, lastend, καὶ γεώδης Plat. Phaed. 81 a. Ggstz κοῦφος Phil. 14 d u. öfter; von Schwerbewaffneten, βαρύτερος ὁπλίτης Legg. VIII, 833 b; τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος Xen. Cyr. 5, 3, 37, die θωρακοφόροι; τὰ βαρέα τῶν ὅπλων, = ὁπλῖται, Pol. 1, 76 u. öfter; βαρεῖα δύναμις Plut. Marc. 6; τὰ ἐν βαρέσιν ὅπλοις D. Sic. 19, 19. Aber ἀνὴρ βαρύς Nic. Al. 401 ein starker Mann; s. nachher χεῖρες. – 2) vom Tone u. von der Stimme, stark, heftig, tief, φθόγγον Od. 9, 257; oft bei Plat. u. Folgenden; Gegensatz ὀξύς Conv. 187 b; Phil. 26 b; βαρυτάτη χορδή, die tiefste Saite, Phaedr. 268 d. Vgl. βαρὺ βρύχημα λέοντος Archi. 27 (App. 94); αὐλὸς ἐνυαλίου Tymn. 1 (VI, 151); βαρὺ μυκᾶν u. βαρὺς ἀκοῆς ψόφος, von den Pauken, Diosc. 11 (VI, 220). Bei den Gramm. βαρεῖα, sc. προσῳδία, accentus gravis; so schon Plat. συλλαβή Crat. 399 b. – 3) schwer von etwas belastet, σὺν γήρᾳ Soph. O. R. 637; ἐν γήρᾳ Ai. 996; ὑπὸ γήρως Ael. V. H. 9, 1; vgl. Theocr. 24, 100; νόσῳ Soph. Tr. 234; βάσις 962; so bes. Sp., ὑπὸ μέθης Plut.; ἐκ τοῖν σκελοῖν Luc. Tim. 26. Von Speisen, schwer zu verdauen, Ath. III, 116 e; vgl. Xen. Cyn. 7, 4. Uebertr. – 4) wie χεὶρ βαρεῖα, Il. 1, 219, zunächst die starke, kräftige Hand ist, so οὔ τις σοὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει 1, 89 schwer, feindselig; so oft im üblen Sinne, lästig, beschwerlich, ἄτη 2, 111; ἔρις 20, 55; κακότης 10, 71; ὀδύναι 5, 417; θανάτοιο βαρείας κῆρας Iliad. 21, 548; κλῶθες, Parzen, Od. 7, 197; vgl. βαρὺ στενάχειν Odyss. 8, 95, βαρέα στενάχειν 10, 76. So Pind. πένθος Ol. 2, 75; δουλία P. 1. 75; νεῖκος N. 6, 52; νόσος P. 5, 63; Soph. Phil. 1314; Tragg. τύχαι, Aesch. Spt. 314; συμφορά Pers. 1001; Soph. Tr. 743; χολὴ δαίμονος Aesch. Ag. 1660; Ζηνὸς κότος 342; μῆνις Soph. O. C. 1330; ὀργή Phil. 368; θυμός Theocr. 1, 96; φάτις Soph. Phil. 1034 u. sonst; sp. D., z. B. ἡλίου θάλπος Diosc. 12 (VI, 290); νόημα Damaget. 5 (VII, 9). Prosa, ὀδμή Her. 6, 119; ζημία, ἔχθραι Plat. Legg. XI, 926 d 935 a; βαρὺς εἶναι τοῖς συνοῦσι, beschwerlich, Theaet. 210 c; Folgde; βαρὺ τὸ χωρίον Xen. Mem. 3, 6, 12; πόλεμος Dem. 18, 241; πρόσταγμα Pol. 1, 31. Dah. βαρέως φέρειν, moleste ferre. συμφοράς Plat. Menex. 248 c; βαρύτατα φέρειν Crit. 43 c, sich gekränkt fühlen; Sp.; βαρέως ἀκούειν. ungern hören, Xen. An. 2, 1, 9; βαρέως ἔχω πρός τι, etwas ist mir unangenehm, Arist. pol. 5, 8, 11. Seltener – 5) bes. Sp., viel vermögend, einflußreich, mächtig, βαρεῖς καὶ φοβεροὶ γείτονες Pol. 1, 10; δύναμις πολυτελὴς καὶ β. 2, 23; χείρ, πόλις u. ä., D. Sic.