αὐλών
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, also ἡ S.Fr.549, Ar.Av.244, Carc.1, Philostr.Im. 2.6:—
A hollow between hills or banks, defile, glen, h.Merc.95, Hdt.7.128,129, Ar.l.c. (lyr.); expld. as οἱ στενοὶ καὶ ἐπιμήκεις ποταμοί Sch. Il.Oxy.221 xiv 19. 2 channel, trench, A.Fr.167A, Hdt.2.100,127, X.An.2.3.10. 3 strait, Μαιωτικός A.Pr.731; πόντιαι αὐ. sea-straits, channels, S.Tr.100 (lyr.). 4 pipe, conduit, Pl.Ti.79a; metaph. of windpipe or duct, Arist.PA664a27, Gal.UP4.14. 5 furrow in an elephant's hide, Aret.SD2.13.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλών: -ῶνος, ὁ, ὡσαύτως ποιητ. ἡ, Σοφ. Ἀποσπ. 493, Ἀριστοφ. Ὄρν. 244, Καρκίνος ἐν «Ἀχιλλεῖ» παρ’ Ἀθην. 189D· - πᾶν κοίλωμα μεταξὺ βουνῶν ἢ ὑψωμάτων, κοιλάς, νάπος, χαράδρα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95, Ἡρόδ. 7. 128, 129, Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ. 2) διῶρυξ, αὖλαξ, ὀχετός, δαινυμένοισι δὲ ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν δι’ αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Ἡρόδ. 2. 100, 127· καὶ ἐνετύγχανον τάφροις καὶ αὐλῶσιν ὕδατος πλήρεσιν ὡς μὴ δύνασθαι διαβαίνειν ἄνευ γεφυρῶν Ξεν. Ἀν. 2. 3, 10. 3) πορθμός, στενόν, Μαιωτικὸς Αἰσχύλ. Πρ. 731· οὕτω παρὰ Σοφ. Τρ. 100, πόντιοι αὐλῶνες, τὰ θαλάσσια στενά, ποιητικὴ ἔκφρασις περιγράφουσα τὰ μεταξὺ τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου στενά. 4) ὑδραγωγὸς αὐλός, σωλήν, ῥεῖν ὥσπερ αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Πλάτ. Τίμ. 79Α· ὁ αὐλοειδὴς πόρος, οὐ γάρ ἐστιν ἀναπνοὴ μυκτήρων ἴδιος, ἀλλὰ παρὰ τὸν αὐλῶνα τὸν περὶ τὸν γαργαρεῶνα, ᾗ τὸ ἔσχατον τοῦ ἐν τῷ στόματι οὐρανοῦ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 3. 3, 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «αὐλὼν στενὴ ἀναφορὰ τοῦ ὕδατος καὶ λειμών, ἢ ἔφυδρος τόπος», προσέτι: «αὐλῶνα· Αἰσχύλος καὶ τὴν τάφρον καὶ τὴν πυράν», ὡσαύτως: «αὐλῶνες· οἱ ἐπ’ αὐθείας τόποι, φάραγγες (ἢ) τόποι πλατεῖς ἐπὶ τὰ ὄρη».