ἀναπτύσσω
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
pf. inf. Pass.
A ἀνεπτύχθαι E.El.357: aor. Pass. ἀνεπτύχθην Hp.Judic.3, but -επτύγην Int.48:—unfold the rollson which books were written, open for reading, ἀ. τὸ βιβλίον Hdt.1.125, cf. 48; δέλτων ἀναπτύσσοιμι γῆρυν E.Fr.370: also ἀ. πύλας, κύτος, undo, open, E.IT1286, Ion39; χλαμύδα Plu.Demetr.42; even χεῖλος Opp.H.3.247; ἀναπτύξασ χέρας with arms outspread, E.Hipp.1190; σεισμοὶ -ξαντες τὴν ἁρμονίαν τῶν ὀρῶν Philostr.Im.2.17:—Med., fold up, Arist.PA664b27, al. b cut open, of freshly killed animals, Pherecyd 97 J., Philum.Ven.17.3, PMag.Leid.V.10.1, etc. c ruminate, chew, Opp.H.1.137. 2 unfold, disclose, πᾶν ἀ. πάθος A.Pers. 254, 294; πάντ' ἀναπτύσσει χρόνος S.Fr.301; ἀ. πρὸς φῶς Id.El.639, cf. E.HF1256; φρένα πρός τινα Id.Tr.662: in later Prose, Porph. Antr.4. II as military term, τὴν φάλαγγα ἀ. fold back the phalanx, i.e. deepen it by countermarching from front to rear, X.Cyr.7.5.3; conversely, τὸ κέρας ἀ. open out the wing, i.e. extend the line by countermarching from rear to front, X.An.1.10.9, cf. Plu.Pel.23, Arr.Tact.9.5.
German (Pape)
[Seite 204] entfalten, entwickeln, alles Aufgerollte oder Gefaltete, z. B. Bücherrollen, Her. 1, 48. 125; χιτῶνος πτέρυγας Plut. Lyc. et Num. 3; χλαμύδα Demetr. 42; öffnen, Xen. Hier. 2, 4, ἀνεπτυγμένα = φανερά, u. bei Arist. ὄμμα, dem συμμεμυκός entgegengesetzt; χεῖλος Opp. H. 3, 247; πύλας Eur. I. T. 1286; φρένα Tr. 657; κῆρ πρός τινα Mosch. 4, 161; φάλαγγα Xen. Cyr. 7, 5, 3, die Phalaur abwickeln, so daß die Soldaten rechts u. links abfallen u. sich hinter einander aufstellen, wodurch die Schlachtordnung tiefer wird. τὸ κέρας ἀναπτύσσειν An. 1, 10, 9, die Flügel aufmarschiren lassen; vgl. Plut. Pelop. 23. – Uebertr., auseinandersetzen, erklären, Aesch. πάθος, Pers. 250. 286; πρὸς τὸ φῶς Soph. El. 629; – φορβήν, die Speise wiederkäuen, Opp. H. 1, 137.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπτύσσω: μέλλ. -πτύξω: ἀόρ. παθ. ἀνεπτύχθην Ἱππ. 57. 16, ἀλλὰ καὶ -επτύγην 558. 27: (ἴδε πτύσσω). ἀνελίττω, ἐξελίττω, ἀνοίγω, ἐκτυλίσσω τοὺς κυλίνδρους, ἐφ’ ὧν ἐργάφοντο τὰ βιβλία, ἑπομ. ὡς τὸ Λατ. evolvere, ἐκτυλίσσω, ἀνοίγω πρὸς ἀνάγνωσιν, ἀν. τὸ βιβλίον Ἡρόδ. 1. 125, πρβλ. 48· δέλτων ἀναπτύσσοιμι γῆρυν Εὐρ. Ἀποσπ. 370: ― ὡσαύτως, ἀν. πύλας, κύτος, «ξεκλειδώνω», ἀνοίγω, Εὐρ. Ι. Τ. 1286, Ἴων 39· χλαμύδα Πλουτ. Δημήτρ. 42· ἔτι δὲ καὶ χεῖλος Ὀππ. Ἁλ. 3. 247· ἀναπτύξας χέρας, μὲ ἀνοικτὰς ἀγκάλας, Εὐρ. Ἱππ. 1190: ― Παθ., ξεδιπλώνομαι, ἀνοίγομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 3, 11, καὶ ἀλλ. 2) ἐκτυλίσσω, ἀποκαλύπτω, φανερώνω, Λατ. explicare, πᾶν ἀν. πάθος Αἰσχύλ. Πέρσ. 254, 294· πάντ’ ἀναπτύσσει χρόνος Σοφ. Ἀποσπ. 284· ἀν. πρὸς φῶς ὁ αὐτ. Ἠλ. 639, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256· φρένα πρός τινα ὁ αὐτ. Τρῳ. 657· κῆρ Μόσχ. 4. 51· ΙΙ. ὡς στρατιωτ. ὅρος ἀναπτύσσω τὴν φάλαγγα, κάμπτω τὴν φάλαγγα ἑκατέρωθεν πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ καθιστῶ αὐτὴν διπλῆν, ἤτοι δίδω εἰς αὐτὴν διπλοῦν βάθος, Γαλλ. replier, Ξεν. Κύρ. 7. 8, 3· ἀλλὰ τἀνάπαλιν, ἀναπτύσσειν τὸ κέρας, ἀνελίσσειν, ἐπεκτείνειν αὐτὸ ὅπως τὸ μέτωπον τῆς φάλαγγος καταστῇ ἐκτενέστερον, Γαλλ. déployer, Λατ. explicare (Οὐεργιλ. Γ. 2. 280), Ξεν. Ἀν. 1. 10, 9 (ἔνθα ἴδε Krüger), Πλουτ. Πελοπ. 23.