ἐξορμάω

From LSJ
Revision as of 10:10, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορμάω Medium diacritics: ἐξορμάω Low diacritics: εξορμάω Capitals: ΕΞΟΡΜΑΩ
Transliteration A: exormáō Transliteration B: exormaō Transliteration C: eksormao Beta Code: e)corma/w

English (LSJ)

   A send forth, send to war, A.Pers.46, E.IT1437; πάλιν ἐ. bring quickly back, Id.IA151 codd. (anap.); ἐ. τὴν ναῦν start the ship, set it agoing, Th.7.14; κοῦφον ἐ. πόδα Ar.Th.659:—Pass., set out, start, Hdt.9.51, etc.; πρὸς ἔργον E.Or.1240; ἐπ' ἔργον Men.Epit.162; of arrows, dart from the bow, γλυφίδες τόξων ἐξορμώμεναι E.Or.274, cf. A.Eu.182; move rapidly, rush, S.OC30; τὸ κεῖσε δεῦρό τ' ἐ. Id.Tr.929.    2 excite to action, urge on, E.Rh.788, Th.6.6,88; ἐ. τινὰ ἐπὶ τὴν ἀρετήν X.An.3.1.24.    II intr., like Pass., set out, start, esp. in haste, μή σε λάθῃσιν κεῖσ' ἐξορμήσασα (sc. νηῦς) Od.12.221; δεῦρο ἐξωρμῶμεν πεζῇ X.An.5.7.17: c. gen., set out from, χθονός E.Tr.1131, etc.: metaph., break out, ἤνθηκεν, ἐξώρμηκεν [ἡ νόσος] S. Tr.1089.

German (Pape)

[Seite 887] heraustreiben, -schicken; Σάρδεις ἐπόχους ἅρμασιν ἐξορμῶσι Aesch. Pers. 46; πόδα, den Fuß herausbewegen, Ar. Th. 659; χαλινούς Eur. I. A. 151; ἅμα μὲν ἐξορμῶσιν, ἅμα δὲ καταπαύουσι δρόμου Plat. Polit. 294 e; καὶ παροξύνειν Thuc. 6, 88; ναῦν, auslaufen lassen, 7, 14; ἐπὶ τὴν ἀρετήν, ermuntern, antreiben, Xen. An. 3, 1, 24 u. Sp.; εἰς Εὔβοιαν, nach Euböa aussenden, Plut. Dem. 17. – Pass. herauseilen, hervorstürmen, πτηνὸν ὄφιν θώμιγγος ἐξορμώμενον Aesch. Eum. 173; δεῦρο Soph. O. C. 30 u. öfter; von den Pfeilen, Eur. Or. 273; πρὸς ἔργον 1240; Her. 9, 51 u. Folgde oft, aufbrechen, ausrücken. – Das act. in intrans. Bdtg, wie das pass., Od. 12, 221; ἐξόρμα κλῃθρων, komm heraus, Eur. I. A. 149; χθονός Troad. 1131; die Krankheit ἤνθηκε, ἐξώρμηκε, ist ausgebrochen, Soph. Tr. 1079; in Prosa, δεῦρο ἐξωρμῶμεν πεζῇ, wir brachen auf, Xen. An. 5, 7, 17; Cyr. 5, 5, 23; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορμάω: ἀποστέλλω, ἐκπέμπω εἰς πόλεμον, τούς... ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 46, Εὐρ. Ι. Τ. 1437· πάλιν ἐξόρμα, κάμε αὐτοὺς νὰ στραφῶσιν ὀπίσω, ὁ αὐτὸς Ι. Α. 151· οἱ ἐξορμῶντες... ναῡν, οἱ ἐξάγοντες αὐτὴν εἰς τὸ πέλαγος, Θουκ. 7. 14· κινῶ πρὸς τὰ ἔξω, εἶα δὴ πρώτιστα μὲν χρὴ κοῡφον ἐξορμᾱν πόδα Ἀριστοφ. Θεσμ. 659: - Παθ., κινῶ ἔκ τινος μέρους ὅπως μεταβῶ εἰς ἄλλο, «ξεκινῶ», ὡς ἂν μὴ ἰδοίατο οἱ Πέρσαι ἐξορμωμένους Ἡρόδ. 9. 51, κλ.· πρὸς ἔργον Εὐρ. Ὀρ. 1240, κτλ.· ἐπὶ βελῶν, ὁρμῶ ἔξω, οὐχ ὁρᾶθ’ ἑκηβόλων τόξων πτερωτὰς γλυφίδας ἐξορμωμένας; αὐτόθι 273, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 182· τρέχω μεθ’ ὁρμῆς ἔκ τινος τόπου. Σοφ. Ο. Κ. 30, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· τὸ κεῖσε δεῦρὸ τ’ ἐξ. ὁ αὐτὸς Τρ. 929. 2) παρορμῶ, ἔννυχος γὰρ ἐξόρμα φόβος Εὐρ. Ρῆσ. 788, Θουκ. 6. 6, 88· ἐξ. τινα ἐπὶ τὴν ἀρετὴν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ Παθ., ἐπὶ πλοίου, μή σε λάθῃσιν (ἡ ναῦς) κεῖσ’ ἐξορμήσασα, μήπως, χωρὶς νὰ τὸ στοχασθῇς, ἐκτραπῇ τῆς ὁδοῦ αὐτῆς ἡ ναῦς καὶ ὁρμήσῃ πρὸς τὰ ἐκεῖσε; δηλ. πρὸς τὸν σκόπελον, Ὀδ. Μ. 221· κινῶ νὰ ὑπάγω εἰς μέρος τι, ταῦτα δ’ ἦν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ᾗ ἡμεῖς δεῦρ’ ἐξωρμῶμεν πεζῇ Ξεν. Ἀν. 5. 7, 17· μετὰ γεν., ἀπέρχομαι ἔκ τινος τόπου, ἡνίκ’ ἐξώρμα χθονὸς Εὐρ. Τρῳ. 1131, κτλ.: - μεταφ., ἀναφαίνομαι αἰφνιδίως, ἐξήνθηκεν, ἐξώρμηκεν (ἡ νόσος) Σοφ. Τρ. 1089.