συκοφάντης
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ου, ὁ,
A common informer, voluntary denouncer (there being no Public Prosecutor), e.g. of contraband imports, καὶ σ. εἴ τις ἦν ὠνείδισας; did you dare to reproach a ς.? Ar.Ach.559, cf. 725,825; of unlawful possession, Id.Pl.873,879,885; of disaffection to Athens, Isoc.15.313 (cf. 316-18); κλητήρ εἰμι νησιωτικὸς καὶ σ. Ar.Av.1423; the ς. became notorious as pettifoggers, Lycurg.31 (cf. Ar.Ach.920 -4), D.20.62, vexatious prosecutors of innocent persons esp. if rich, Lys.25.3, D.57.34, and blackmailers, Antipho 5.78,80, Lys.7.20, And.1.105, D.21.103, 58.27, Aeschin.2.5, 3.256, Hyp.Lyc.2, Theopomp. Hist.107,267, Luc.Tim.36; having thus abused their legal powers, they were treated as criminals, [οἱ τριάκοντα] τοὺς σ . . . ἀνῄρουν Arist.Ath.35.3, cf. X.HG2.3.38, Isoc.15.313, 18.3; συκοφαντῶν προβολαί Arist.Ath.43.5, cf. Aeschin.2.145; they were numerous in democracies, Thphr.Char.26.5; χρῆν . . ἐγγίγνεσθαι . . πάσῃ δημοκρατίᾳ σ. Plu.Tim.37; δημαγωγῶν πλῆθος καὶ σ. at Syracuse, D.S.11.87; rarer in oligarchies, e.g. Boeotia, Ar.Ach.904; βασιλεὺς ἐνδεὴς προσόδων μέγας σ. a great extortioner, LXX Pr.28.16. 2 in New Com., professional swindler or confidential agent, πράττει δ' ὁ κόλαξ ἄριστα πάντων, δεύτερα ὁ σ. Men.223.17, cf. Georg. Fr.1, Philippid.29: so in Lat. sycophanta, Plaut.Poen.1032, Trin. 815, Ter.Andr.815; humbug, Favorin. ap. Gell.14.1.32. 3 = Lat. delator, ὁ πικρὸς σ. Ἰσίδωρος Ph.2.597, cf. OGI669.41 (Egypt, i A.D.), Cod.Just.1.4.34.17, al. (From σῦκον φαίνειν, orig. used of denouncers of the attempted export of figs from Athens, acc. to Ister 35, Plu. Sol.24, 2.523b; orig. of citizens entrusted with the collection of figs as part of the public revenues of Athens and the denouncing of tax-evaders, acc. to Philomnest.1; of denouncers of figs which had been stolen from the sacred fig-trees during a famine and had become cheap, the famine having passed, Sch.Ar.Pl.31, cf. Fest. p.393 L.; these and modern explanations are mere guesses; the word first in Ar. but implied by συκοπέδιλος.)
German (Pape)
[Seite 973] ὁ, der Sykophant, eigtl. der Feigenanzeiger, ein Aufpasser, der diejenigen ausspürt u. anzeigt, die gegen das Verbot handeln, nach welchem man keine Feigen aus Attika ausführen und verkaufen sollte; dah. ein Jeder, der aus Bosheit oder Gewinnsucht Andere anklagte; ein ränkevoller, falscher Ankläger, Chikaneur; eine in Athen seit Perikles sehr zahlreiche und verachtete Menschenklasse; Ar. Ach. 533 Av. 1423 Plut. 31 u. öfter; Xen. Mem. 2, 9, 3; συκοφάντης γὰρ εἶ ἐν τοῖς λόγοις Plat. Rep. I, 340 d, u. öfter, u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφάντης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ ψευδῶς κατηγορῶν τινα, ἢ διαβάλλων, Ἀριστοφάν., κλπ.· (οὐδέποτε δὲ παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ἔχει τὴν σημασίαν ἣν ἐν τῇ Ἀγγλικῇ ἔχει τὸ sycophant, δηλ. κόλαξ)· ― καθόλου, ψευδής, ἀπατηλός, σύμβουλος, Δημ. 475. 27. ― Οἱ συκοφάνται ἤρχισαν νὰ πληθύνωνται ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Περικλέους καὶ ἦσαν ἀντικείμενον κοινῆς προσβολῆς ἐκ μέρους τῶν κωμῳδιοποιῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 559, 818 κἑξ., κ. ἀλλ.· ἴδε Σχόλ. εἰς Πλοῦτ. 31, Ἀντιφῶν 138. 32, Ἀνδοκ., κλπ. (Ἡ λέξις παρήχθη κατὰ τὸν Ἴστρον καὶ τὸν Φιλόμνηστον παρ’ Ἀθην. 74Ε, καὶ F, Πλουτ. Σόλωνα 24. 2, 523Β, ἐκ τοῦ σῦκον, φαίνω, καὶ κυρίως ἐσήμαινε τὸν καταγγέλοντά τινα εἰς τὸ δικαστήριον ὡς ἐξάγοντα σῦκα ἐκ τῆς Ἀττικῆς, ἢ ὡς καρπούμενον τὰς ἱερὰς συκᾶς. ― Ἀλλὰ τὸ συκοφάντης ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ καταγγέλλοντος οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ καὶ ἡ ἑρμηνεία αὕτη εἶναι πιθανῶς ἁπλοῦν ἐπινόημα, πρβλ. Λυσί. 171. 14 (τῶν συκοφαντῶν ἔργον ἐστὶ καὶ τοὺς μηδὲν ἡμαρτηκότας εἰς αἰτίαν καθιστάνειν), Δημ. 1309. 12 (τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ σ., αἰτιάσασθαι μὲν πάντα, ἐξελέγξαι δὲ μηδέν). Ὁ κ. Lancelot Shadwell ὑπέδειξεν ὅτι ἡ λέξις κυρίως ἐσήμαινε τὸν φανερώνοντα σῦκα, δηλ. τὸν φανερώνοντα τὴν ὕπαρξιν τῶν σύκων διὰ τῆς σείσεως τοῦ δένδρου (ἅτινα σῦκα ἐκρύπτοντο εἰς τὸ πυκνὸν αὐτοῦ φύλλωμα)· ἀκολούθως δὲ μεταφορ., τὸν ἀναγκάζοντα τοὺς πλουσίους δι’ ἀπειλῶν περὶ ψευδῶν κατηγοριῶν καὶ ἄλλων τοιούτων μέσων νὰ παρέχῃ εἰς αὐτὸν χρήματα· εἰς ὑποστήριξιν δὲ ποιεῖται μνείαν τῆς χρήσεως τοῦ σείω ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ concutio (σείω Ι. 4), παραβάλλων τὰς φράσεις ἔσειον, ᾔτουν χρήματ’, ἠπείλουν, ἐσυκοφάντουν, Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 20, πρβλ. Ἱππ. 840, Εἰρ. 639· ἑτέρους... ἔσειε καὶ ἐσυκοφάντει Ἀντιφῶν 146. 22· μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 14· οὕτω καὶ ἀποσυκάζεις πιέζων τοὺς ὑπευθύνους, σκοπῶν ὅστις... Ἀριστοφάν. Ἱππ. 259 κἑξ.· ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους αὐτόθι 324.