συνέρχομαι
English (LSJ)
fut.
A -ελεύσομαι Plu.2.306e, Phintys ap. Stob.4.23.61; but the Att. fut. is σύνειμι (εἶμι ibo), q. v., with aor. 2 συνῆλθον (Dor. part. συνενθόντες Abh.Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene)) and pf. συνελήλυθα:—go together or in company, σύν τε δύ' ἐρχομένω Il.10.224. II come together, assemble, meet, Hdt.1.152, 3.159, 7.97, E.Ba.714, Th.1.3, etc.; συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους IG42(1).68.66 (Epid., iv B.C.); σ. ἐς τὠυτό Hdt.1.202; εἰς ταὐτὸ εἰς μίαν νῆσον X.Ath.2.2; εἰς τὸ κοινόν Pl.Lg.680e; εἰς ἓν ἱερόν ib.767c; ἐνθάδε Ar.Lys.39; δεῦρο ἐς Κλεισθένους ib.621 (lyr.); ἐκ τῶν ἀγρῶν Id.Pax632 (troch.); ἀπὸ τῶν πόλεων Th.5.55; ἐς λόγους σ. Hdt.1.82, cf. Ar.Eq.1300 (troch.): c. dat., without ἐς λόγους, BGU1778.2 (i B.C.); σύνελθε πρὸς Θέωνα PSI9.1079.3 (i B.C.); ἐπὶ τὸν ἀγῶνα, i.e. the Dramatic ἀγών, D.21.55; and simply, ξ. τινί have dealings with, S.OT572; σ. χοροῖς take part in . ., E.Hel.1468 (lyr.). 2 in hostile sense, meet in battle, σ. ἐς πεδίον Hdt. 1.80; εἰς μάχην Pl.Tht. 154e; κάπρῳ γὰρ ὡς συνῆλθεν ἀντίαν ἔριν PCair.Zen.532.16 (iii B.C.); also of the battle, μάχη ὑπό τινων ξυνελθοῦσα engaged in, contested by them, Th.5.74. 3 come together, be united or banded together, ἐς τὠυτό Hdt.4.120; φίλος φίλῳ ἐς ἓν σ. E.Ph.462; δύο οἰκίαι σ. εἰς ταὐτόν Pl.Chrm.157e; σ. τοῦ ζῆν ἕνεκεν Arist.Pol.1278b24; σ. ἐπὶ κοινωνίᾳ βίω Phintys l.c.; form a league, of states, D.18.19; come together, after quarrelling, ἀδελφοὶ . . οὔτε ῥᾳδίως σ. Plu.2.481c. b of sexual intercourse, σ. τῷ ἀνδρί Hp.Mul.2.143; σ. γυναιξί X.Mem.2.2.4, cf. Pl.Smp.192e, Str.15.3.20; σ. εἰς ὁμιλίαν τινί, of a woman, D.S.3.58; freq. of marriage-contracts, BGU970.13 (ii A.D.), PGnom. 71, al. (ii A.D.), etc.: abs., of animals, couple, Arist.HA541b34. 4 c. acc. cogn., ταύτην τὴν στρατείαν ξ. joined in this expedition, Th.1.3 (ξυνεξ- is prob. cj.); τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον shared thy bed, S.Aj. 491. III of things, to be joined in one, συνερχόμεν' εἰς ἕν Emp.17.7; χάρις κείνου τέ σοι κἀμοῦ ξ. S.Tr.619; τἀπ' ἐμοῦ τε κἀπὸ σοῦ ἐς ἓν ξ. E.Tr.1155; σ. εἰς ἕν Arist.Cael.288a16; of one river joining another, Ar.Fr.150 (dub.l.); of heavenly bodies, to be in conjunction, Arist.Mete.343b31, 344a1; of a chasm, close, Plu.2.306e; so of a fistula, Meges ap.Orib.44.24.10. 2 of events, concur, happen together, Hdt.6.77; τῆς τύχης οὕτω σ. Plu.Cam.13.
German (Pape)
[Seite 1020] (s. ἔρχομαι), mit, zugleich, zusammen kommen, gehen; Hom. nur in tmesi, σύν τε δύ' ἐρχομένω, Il. 10, 224; zusammenkommen mit Einem, εἰ μὴ σοὶ ξυνῆλθε, Soph. O. R. 572; ἐπεὶ τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον, Ai. 486; εἰς ἓν ξυνελθόντα, Eur. Troad. 1155; συνελθεῖν ἀλλήλοις εἰς λόγο υς, Ar. Equ. 1297; u. in Prosa, Her. 7, 97, wie Pol. 1, 78, 4; auch im Treffen an einander gerathen, μάχη ὑπ ὸ ἀξιολογωτάτων πόλεων ξυνελθοῦσα, Thuc. 5, 74; ὅστις βουλευσόμενος εἰς βουλὴν συνέρχεται, Plat. Legg. II, 674 b; συνερχόμεθα εἰς ταὐτό, Rep. I, 329 a; ξυνελθόντες σοφιστικῶς εἰς μάχην τοιαύτην, Theaet. 154 d, u. öfter, wie Xen. u. Folgde; von der Liebe, Xen. Mem. 2, 2, 4; vgl. Plut. Thes. 3 Ant. 53. – Uebh. zusammentreffen, zu gleicher Zeit geschehen, Her. 6, 77.
Greek (Liddell-Scott)
συνέρχομαι: μέλλ. -λεύσομαι (Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 33), ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. εἶναι σύνειμι (εἶμι)· ἀποθετ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ. Ἔρχομαι ἢ ὑπάγω ὁμοῦ, ἢ ἐν συνοδίᾳ, σύν τε δύ’ ἐρχομένω Ἰλ. Κ. 224 (ἔνθα ἡμαρτημένως ὑποτίθεται ὅτι ἐγένετο τμῆσις τοῦ σύνδυο). ΙΙ. ἔρχομαι ὁμοῦ μετ’ ἄλλων εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ μέρος, Ἡρόδ. 1. 152., 7. 97, Εὐρ. Βάκχ. 714, Θουκ., κλπ.· σ. ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 1. 202· εἰς ταὐτὸ εἰς μίαν νῆσον Ξεν. Ἀθην. 2, 2· εἰς τὸ κοινὸν Πλάτ. Νόμ. 680Ε· εἰς ἓν ἱερὸν αὐτόθι 767C· ἐνθάδε Ἀριστοφ. Λυσ. 39· δεῦρο ἐς Κλεισθένους αὐτόθι 621· ἐκ τῶν ἀγρῶν ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 632· ἀπὸ τῶν πόλεων Θουκ. 5. 55· σ. ἐς λόγους τινὶ Ἡρόδ. 1. 82, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1300· ἐπὶ τὸν ἀγῶνα Δημ. 532. 8· καὶ ἁπλῶς, σ. τινι, ἔχω σχέσεις μετά τινος, Σοφ. Ο. Τ. 572· σ. χοροῖς, λαμβάνω μέρος εἰς αὐτούς, Εὐρ. Ἑλ. 1469. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἔρχομαι εἰς χεῖρας, συμπλέκομαι εἰς μάχην, σ. τινι ἐς πεδίον Ἡρόδ. 1. 80· εἰς μάχην Πλάτ. Θεαίτ. 154D· ἐπὶ ἀγῶνα Δημ. 532. 8· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς μάχης, μάχη ὑπό τινων ξυνελθοῦσα, γενομένη, διεξαχθεῖσα, Θουκ. 5. 74. 3) ἔρχομαι ἐπὶ τὸ αὐτό, συνενοῦμαι ἢ συνδέομαι, φίλος φίλῳ εἰς ἓν σ. Εὐρ. Φοίν. 462· δύο οἰκίαι σ. εἰς ταὐτὸν Πλάτ. Χαρμίδ. 157Ε· σ. τοῦ ζῆν ἕνεκεν Ἀριστ. Πολιτ. 3. 6, 4· σ. ἐπὶ κοινωνίᾳ βίω Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 33· αἱ πόλεις σ., ἐσχημάτισαν σύνδεσμον ἢ συμμαχίαν, Δημ. 231. 18· συμφιλιοῦμαι, διαλλάττομαι μετὰ προηγηθεῖσαν ἔριν, ἀδελφοὶ οὐ ῥᾳδίως σ. Πλούτ. 2. 481D. β) ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, σ. γυναικὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2. 4. Στράβ. 735· σ. εἰς ὁμιλίαν τινί, ἐπὶ γυναικός, Διόδ. 3. 58, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 192Ε· οὕτως ἀπολ., Πλουτ. Θησ. 3, κτλ.· ἐπὶ ζῴων, συνουσιάζομαι, ζευγαρώνομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8. 1. 4) μετὰ συστοίχου αἰτιατ., ταύτην τὴν στρατείαν ξ. (ὡς τὸ ὁδὸν ἔρχ.), λαμβάνω μέρος εἰς ταύτην τὴν ἐκστρατείαν, Θουκ. 1. 3· οὕτω, τὸ σὸν λέχος ξυνῆλθον, ἔλαβον μέρος εἰς τὴν κλίνην σου, εἰς τὴν κοίτην σου, Σοφ. Αἴ. 491· λέχος συστᾶσα ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 28, πρβλ. Πόρσωνα εἰς Εὐρ. Φοιν. 831. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, συνδέομαι εἰς ἓν, χάρις κείνου τε κἀμοῦ ξ. Σοφ. Τρ. 619· τἀπ’ ἐμοῦ τε κἀπό σου εἰς ἓν ξ. Εὐρ. Τρῳ. 1155· οὕτω, σ. ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 4. 120· σ. εἰς ἓν Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2, 6, 1· ἐπὶ ποταμοῦ συναπτομένου μετ’ ἄλλου εἰς ἓν ῥεῖθρον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 198. 12· ἐπὶ ἀστέρων, εἶμαι ἐν συζυγίᾳ, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 15· ἐπὶ ἀριθμῶν, συναποτελῶ ἓν ποσὸν ἢ κεφάλαιον, Ἡρόδ. 3. 159· ἐπὶ χάσματος, συγκλείομαι, Πλούτ. 2. 306Ε. 2) ἐπὶ γεγονότων, συντρέχω, συμβαίνω ὁμοῦ, Ἡρόδ. 6. 77· τῆς τύχης οὕτω σ. Πλουτ. Κάμιλλ. 13.