πλατύς
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
εῖα, ύ, Ion. fem.
A πλατέα Hdt.2.156: acc. pl. fem. πλατέας PMag.Par.1.1086:—wide, broad, τελαμών Il.5.796; πτύον 13.588; αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν broad herds, i.e. large or spread over a wide space, 2.474, Od.14.101, Hes.Th.445; π. πρόσοδοι Pi.N.6.45; ὁδοί X.Cyr. 1.6.43, IG22.380.20; τὴν ὁδὸν τὴν π. Broad Street, SIG57.27 (Milet., v B.C.); similarly, π. ὁδὸς τῶν θεῶν PStrassb.85.22 (ii B.C.) (cf. infr. 11); κιβώτιον π. IG12.330.20; τάφρος ὡς πλατυτάτη καὶ βαθυτάτη X. Cyr.7.5.9. 2 flat, level, χῶρος π. καὶ πολλός Hdt.4.39; πλατυτάτης . . γῆς οὔσης Θετταλίας X.HG6.1.9; πότερον ἡ γῆ π. ἐστιν ἢ στρογγύλη Pl.Phd.97d; κάρυα τὰ π., i.e. chestnuts, Hp.Vict.2.55, Diocl.Fr.126, X.An.5.4.29; σελάχη, ἰχθύες, Arist.HA489b31, PA695b7; ποτήρια πλατέα, τοίχους οὐκ ἔχοντ' Pherecr.143.2. 3 of a man, broad-shouldered, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς, οὐδ' εὐρύνωτοι S.Aj.1250, cf. UPZ121.19 (ii B.C.). 4 of seasons, far advanced, ἔαρ Procl.ad Hes.Op.483. 5 metaph., π. ὅρκος a broad strong oath, Emp.30.3, cf. 115.2; κατάγελως π. flat (i.e. downright) mockery, Ar.Ach.1126; π. φλήναφος Amelius ap.Porph. Plot.17, 18; but πλατὺ γελάσαι, καταγελᾶν, laugh loud and rudely, Philostr.VA7.39, VS1.20.2; καταχρεμψαμένη πλατύ Ar.Pax 815, cf. Luc.Cat.12. 6 broad, of pronunciation, π. λέξις Hermog. Id.1.6; φωνή Poll.2.116; πλατέα λαλοῦσι πάντα οἱ Δωριεῖς Demetr. Eloc.177. 7 diffuse, λέξις D.H.Dem.19. Adv. -έως ibid.: Comp. -ύτερον in fuller detail, διαλεξόμεθα S.E.P.2.219, cf. Sor.2.5, Hdn.2.15.6; -υτέρως Tz.ad Lyc.177: Sup. -υτάτως Id.H.12.890. b Adv. -έως loosely, opp. ἀκριβῶς, Phld.Rh.1.248 S. 8 widespread, frequent, χρῆσις Choerob.in Theod.1.332: Comp., ib.267. 9 π. δρόμος, = Lat. cursus clabularis, Lyd.Mag.3.61. II Subst. πλατεῖα (sc. ὁδός, cf.S.E.P.1.188, and v.supr.1.1), ἡ, street, Philem.58, Herod. 6.53, OGI491.9 (Pergam.), LXXGe.19.2, D.S.17.52, Str.17.1.10, Ev.Matt.12.19; οἱ ἐν τῇ Σκυτικῇ π. τεχνεῖται IGRom.4.790, cf. 791, al. (Apamea); hence Σεβαστὴ π. name of a guild, ib.3.711 (Sura); ἡ ἱερωτάτη π. CIG3960b6 (Apamea). b (sc. χείρ) flat of the hand, ταῖσι πλατείαις τυπτόμενος Ar.Ra.1096; πλατείᾳ τῇ χειρί Philum.Ven. 5.3. c a kind of dish or cup, IG11(2).110.22, al. (Delos, iii B.C.). d broad stripe or border, Demetr.Eloc.108. III salt, brackish, πλατυτέροισι ἐχρέωντο τοῖσι πόμασι Hdt.2.108; πλατέα or πλατύτερα ὕδατα, Arist.Mete.358b4, 358a28 (but πλατὺς Ἑλλήσποντος Il.7.86, 17.432, is not the salt, but the broad, Hellespont, cf. A. Pers.875 (lyr.), wrongly expld. by Ath.2.41b). (Cf. Skt. pṛthú- 'broad', práthati 'spread out', etc. But in signf. 111 cogn. with Skt. pa[tnull ]u- 'sharp', 'pungent', tripa[tnull ]u 'the three saline substances'.)
German (Pape)
[Seite 627] εῖα (ion. πλατέα, Her. 2, 156), ύ, platt, breit; Ἑλλήσπ οντος, Il. 7, 86. 17, 432, in seiner südlichen Erweiterung am Vorgebirge Sigeion, im Gegensatz zu seiner Verengung bei Abydus (vgl. Aesch. Ἕλλας τ' ἀμφὶ πόρον πλατύν, Pers. 854); ἀπ ὸ πλατέος πτυόφιν, 13, 588; αἰπόλια, weit verbreitet, 2, 474 Od. 14, 101; Hes. Th. 445; πλατεῖαι πρόσοδοι, Pind. N. 6, 47; übh. groß, stark, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ' εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι, Soph. Ai. 1229; πεδιάς, Eur. Rhes. 283; κατάγελως, Lachen mit weit aufgerissenem Munde, Ar. Ach. 1091; vgl. Lob. Phryn. 472; auch πλατὺ γελᾶν, πλατὺ καταχρέμψασθαι, Ar. Pax 783 (vgl. Luc. catapl. 12 de merc. cond. 40); ταῖς πλατείαις τύπτεσθαι, sc. χερσί, Ran. 1094, vgl. tr. 105; ὅρκος, breiter, fester Eid, Empedocl. 153; πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη, Plat. Phaed. 97 d; πλατύτερος, ib. 111 d; πλατύτατος, Rep. X, 616 e; Ggstz στενός, Xen. Cyr. 1, 6, 19. – Bes. ἡ πλατεῖα, sc. ὁδός, die Straße, S. Emp. pyrrh. 1, 188. – Ausführlich (s. πλάτος), πλατύτερον διαλεξόμεθα, Ggstz ἐν συντόμῳ, S. Emp. pyrrh. 2, 219. – Weil man unter πλατὺ ὕδωρ übh. das Meer verstand, bekam das Wort auch die Bdtg des Salzigen, Her. 2, 108; vgl. Arist. Meteor. 2, 3; deshalb erklärten schon einige alte Ausleger auch πλ. Ἑλλήσποντος bei Hom. so, vgl. Ath. II, 41 b. – Einen unregelmäßigen superl. πλατύστατος hat Tim. bei D. L. 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύς: -εῖα, ύ, Ἰων. θηλ. πλατέα Ἡρόδ. 2. 156· (ἴδε ἐν τέλ.) Ὡς καὶ νῦν, τελαμὼν Ἰλ. Ε. 796· πτύον Ν. 588· αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν, εὐρέα ποίμνια δηλ. διεσπαρμένα εἰς μεγάλην ἔκτασιν, κατέχοντα πολὺ διάστημα, Β. 474, Ὀδ. Ξ. 101, Ἡσ. Θεογ. 445· π. πρόσοδοι Πινδ. Ν. 6. 75· ὁδοὶ (ἴδε κατωτ. 5)· τάφρος πλατυτάτη καὶ βαθυτάτη αὐτόθι 7. 5, 9. 2) ἐπίπεδος, ἀναπεπταμένος, χῶρος πλ. καὶ πολλὸς Ἡρόδ. 4. 39· πλατυτάτης... γῆς οὔσης Θετταλίας Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4· πότερον ἡ γῆ πλατεῖά ἐστιν ἢ στρογγύλη Πλάτ. Φαίδων 97D· κάρυα τὰ πλατέα, δηλ. τὰ κάστανα, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28· ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, π. Ζ. Μορ. 4. 13, 7· ποτήρια πλατέα, τοίχους οὐκ ἔχοντ’ Φερεκράτης ἐν «Τυραννίδι» 1. 3) ἐπὶ ἀνθρώπου, μεγαλόσωμος, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς, οὐδ’ εὐρύνωτοι Σοφ. Αἴ. 1250. 4) μεταφορ., πλ. ὅρκος, ἰσχυρός, μέγας ὅρκος, Ἐμπεδ. 179· ― πλατὺς κατάγελως, ὁλοφάνερος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126· ἀλλά, πλατὺ γελᾶν ἢ καταγελᾶν, γελᾶν μεγαλοφώνως καὶ ἀγροίκως, Φιλόστρ. 319, 513· οὕτω, πλατὺ καταχρέμψασθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 815· πλ. χρέμψασθαι Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 12· πλ. φωνὴ Πολυδ. Β΄, 116. 5) πλατεῖα (ἐξυπ. ὁδός, ὅπερ καὶ ὑπάρχει ἐν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43), ἡ, ὁδός, δρόμος, Λατ. platea, Φιλήμων ἐν «Πανηγύρει» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 3705, κ. ἀλλ. β) (δηλ. χείρ), τὸ πλατὺ μέρος τῆς χειρός, ἡ παλάμη, ταῖς πλατείαις τυπτόμενος Ἀριστοφ. Βάτρ. 1096. ΙΙ. ἁλμυρός, στρυφνὸς τὴν γεῦσιν, πλατυτέροισι ἐχρέοντο τοῖς πόμασι Ἡρόδ. 2. 108· πλατέα ἢ πλατύτερα ὕδατα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 24, 26, κτλ.· πιθανῶς ἐπειδὴ ἀρχικῶς, πλατὺ ὕδωρ, ἦτο ἐν γενικῇ χρήσει ὡς ἐπίθ. τῆς θαλάσσης· ἀλλὰ πλατὺς Ἑλλήσποντος, Ἰλ. Η. 86, Ρ. 432, δὲν σημαίνει ὁ ἁλμυρός, ἀλλ’ ὁ πλατὺς Ἑλλήσπ. (θεωρούμενος δηλ. ὡς ποταμός), πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 875, ― ἂν καὶ ὁ Ἀθήν. 42B ἄλλως ἐνόμιζε. ΙΙΙ. Συγκρ. καὶ ὑπερθ. πλατύτερος, -ύτατος, ἴδε ἀνωτ.· ὡσαύτως πλατύστατος, Τίμ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 7. IV. ἐπίρρ. -έως, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19· συγκρ. -ύτερον, Ἡρόδ. 2. 15· -έρως Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 177, 513, κτλ. ― Ὑπερθ. πλατυτάτως, ὁ αὐτ. ἐν Ἱστ. 12, 891. (Ἐκ τῆς √ΠΛΑΤ παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις πλάτη, πλάτος, πλάτανος· πρβλ. καὶ πλάθανος, -νη· Σανσκρ. prath, prath-ê (extendor), pr.ith-us (latus), prath-as (latitudo)· Λιθ. plat-us (latus)· δύσκολον εἶναι νὰ μὴ ἀκολουθήσῃ τις τὸν Pott ἐν τῷ σχετίζειν τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὸ Ἀρχ. Γερμ. flah (flach), Ἀρχ. Σκανδ. flatr (flat) ἴδε ἐν λ. πλάξ· καὶ τὸ Γερμ. platt, Ἀρχ. Ἀγγλ. plat, ὅθεν τὸ plate καὶ platter, καί περ ὑπάρχοντος p ἀντὶ f φαίνεται τὴν αὐτὴν ἔχοντα ἀρχήν.)
French (Bailly abrégé)
εῖα, ion. έα, ύ;
I. large et plat;
II. p. ext.
1 large : πλατεῖα ὁδός XÉN ou subst. ἡ πλατεῖα PLUT grande rue ; τὸ πλατύ XÉN la plaine ; en parl. de pers. large, épais, massif;
2 répandu ou disséminé sur un large espace;
3 largement ouvert ; πλατεῖαι πύλαι PLUT portes toutes grandes ouvertes;
III. salé, âcre, en parl. d’eau (peut-être parce qu’originairement on aura désigné la mer par l’expression πλατὺ ὕδωρ) ; πλατὺς Ἑλλήσποντος IL le large Hellespont, particul. dans sa partie sud;
Cp. πλατύτερος ; Sp. πλατύτατος ou πλατύστατος.
Étymologie: R. Πλατ, s’étendre ; cf. skr. prthus « large ».
English (Autenrieth)
εῖα, ύ: broad, wide; αἰπόλια αἰγῶν, ‘wide-roaming,’ because goats do not keep close together in the herd as sheep do in the flock, Il. 2.274, Od. 14.101, 103.
English (Slater)
πλᾰτύς
1broad πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.45)