σύνδικος
κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)
English (LSJ)
ὁ, ἡ, (δίκη)
A one who helps in a court of justice, advocate, ἀρωγοὺς ξυνδίκους θ' ἥξω λαβών A.Supp.726; μητρὸς τάσδε σ. ὁρῶν Id.Eu.761; μάρτυρες καὶ σύνδικοι Pl.Lg.929e; τὸν νόμον σ. ἔχων having the law on one's side, Isoc.19.14; σ. ὑπέρ τινος D.18.134: metaph., σ. αὐτῷ Ἰολάου τύμβος Pi.O.9.98. 2 after the 30 Tyrants, judges appointed to determine disputes respecting confiscated property, Lys.16.7, cf. Harp. s.v. 3 public advocate, appointed to represent the state in matters concerning its interests or dignity, at Athens, IG22.1100.55 (ii A.D.), etc.; ᾕρηνται δὲ τῷ νόμῳ σ. καὶ μάλισθ' οἱ δεινοὶ λέγειν ἄνδρες D.20.146, cf. 152; at Sparta, IG5(1).65; at Delphi, σ. τοῦ Πυθίου SIG825 C 5 (ii A.D.); at Palmyra, OGI629.14 (ii A.D.); also advocates chosen by the tribes to defend their interests, D.23.206, cf.IG22.1196.17; of certain officials of an ἔρανος, ib.1369.36; of public advocates under Valentinian and later, Lib.Or.56.20, Cod.Just.12.35.18.2a; σ. Ὀξυρυγχίτου (sc. νομοῦ) PFreib.11.3 (iv A.D.), etc. 4 accomplice, Tab.Defix.66. II belonging jointly to, σ. Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν κτέανον their joint possession, Pi.P.1.2. Adv. ξυνδίκως with joint sentence, jointly, A.Ag.1601.
German (Pape)
[Seite 1008] Einem vor Gericht beistehend, der Sachwalter, τινός; Aesch. Eum. 731; ἐγὼ δ' ἀρωγοὺς ξυνδίκους θ' ἥξω λαβών, Suppl. 707; Plat. Legg. XI, 929 e; öfter bei den Rednern, z. B. σύνδικος ὑπὲρ τοῦ ἐν Δήλῳ ἱεροῦ, Dem. 18, 134, vgl. noch 20, 146; – gemeinsam zukommend, zugehörig, Pind. κτέανον Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν, P. 1, 2; aber τύμβος, Ol. 9, 98, ist = Zeugniß ablegend, für ihn sprechend. – In Athen hießen σύνδικοι die nach der Vertreibung der dreißig Tyrannen eingeführten Fiskale des Staates, welche über eingezogene Güter und Confiscationen entschieden, Lys. 16, 7. 18, 26; vgl. Böckh Staatshaush. I p. 170. – Adv. gerecht, Aesch. Ag. 1583
Greek (Liddell-Scott)
σύνδῐκος: ὁ, ἡ, (δίκη) ὁ βοηθῶν τινα ἐν δικαστηρίῳ, συνήγορος, Λατ. patronus, ἀρωγούς ξυνδίκους θ’ ἥκω λαβὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 726· μητρὸς τάσδε σ. ὁρῶν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 761· τύμβος Ἰολάου σ. αὐτῷ Πινδ. Ο. 9. 148· ξύνδικοί τε καὶ μάρτυρες Πλάτ. Νόμ. 929Ε· τὸν νόμον σύνδικον ἔχων, ἔχων ὑπὲρ ἑαυτοῦ συνήγορον καὶ προστάτην τὸν νόμον, Ἰσοκρ. 387Α· σ. ὑπέρ τινος Δημ. 271. 22. 2) Ἐν Ἀθήναις οἱ σύνδικοι ἦσαν συνήγοροι τοῦ δημοσίου διοριζόμενοι ὅπως ἀντιπροσωπεύωσι τὴν πόλιν καὶ συνηγορῶσιν ὑπὲρ τῶν συμφερόντων καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγραφ. 126, κτλ.˙ ᾕρηνται δὲ τῷ νόμῳ σύνδικοι, καὶ μάλισθ’ οἱ δεινοὶ λέγειν ἄνδρες Δημ. 501. 22, πρβλ. 503. 15˙ μάλιστα ὅπως συνηγορῶσιν ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐνώπιον ξένων δικαστηρίων, οἷον ἐνώπιον τῶν Ἀμφικτυόνων, ὁ αὐτ. 271. 23˙ ― παρόμοιοι ἄρχοντες ὑπῆρχον καὶ ἐν Σπάρτῃ, Böckh C. I. 1. σ. 610˙ καὶ ἐν Δελφοῖς, Δημ. 271. 22, πρβλ. 272. 7˙ ― ὡσαύτως συνήγοροι οὓς ἐξέλεγον αἱ φυλαὶ ὅπως συνηγορῶσιν ὑπὲρ τῶν συμφερόντων αὐτῶν, ὁ αὐτ. 689. 7˙ ― οἱ ὑπὲρ τῶν ἰδιωτῶν ἐν τοῖς δικαστηρίοις συνηγοροῦντες ἐκαλοῦντο συνήγοροι (ἴδε ἐν λ.), ἢ (ἐν περιπτώσει εἰσαγγελίας) κατήγοροι, ἴδε Herm. Pol. Antt. § 132 κἑξ. 3) μετὰ τοὺς 30 τυράννους σύνδικοι ἐκαλοῦντο δικασταὶ διοριζόμενοι ὅπως ἀποφασίζωσι περὶ φιλονικιῶν ἐγειρομένων ἐν σχέσει πρὸς τὴν δημευθεῖσαν περιουσίαν, Λυσί. 146. 12, κἑξ.˙ πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ., Att. Process σ. 110. II. ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἀνήκων εἴς τινα, χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον Πινδ. Π. Ι. 3˙ οὕτως ἐπίρρ. συνδίκως, διὰ κοινῆς ἀποφάσεως, ἀπὸ κοινοῦ, (Herm. communi justitia), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1601.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui assiste qqn en justice, d’où
1 assistant, défenseur ; τὸν νόμον σύνδικον ἔχων ISOCR ayant la loi de son côté;
2 particul. à Athènes, membre d’une commission de cinq orateurs publics chargés de défendre la cause d’Athènes devant le conseil des Amphictions.
Étymologie: σύν, δίκη.
English (Slater)
σύνδῐκος
a bearing witness for c. dat. σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ Ἐλευσὶς ἀγλαίαισιν pr. (O. 9.98)
b rightful cf. ἔνδικος, Fränkel, D & P, 521̆{26}. χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον (P. 1.2)