ὑμνέω

From LSJ
Revision as of 12:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνέω Medium diacritics: ὑμνέω Low diacritics: υμνέω Capitals: ΥΜΝΕΩ
Transliteration A: hymnéō Transliteration B: hymneō Transliteration C: ymneo Beta Code: u(mne/w

English (LSJ)

Ep. ὑμνείω Hes.Op.2; Ep.3pl.

   A ὑμνεῦσιν h.Ap.190; fem. part. ὑμνεῦσα Hes. Th.11; Aeol. inf. ὔμνην to be restored for ὑμνεῖν in Alc.5.2; Lacon. 1pl. subj. ὑμνίωμες Ar.Lys.1305 (lyr.): Aeol. 3pl. impf. ὔμνην Sapph. Supp.20c.6: fut. ὑμνήσω Pi.Parth.2.11: (ὕμνος):    I with acc. of person or thing sung of, sing of, first in Hes.Th.11,33, freq. in h.Hom. (h.Ap.178, al.), Lyr. (Sapph. l.c., Alc. l.c., Pi.N.10.2, al., B.10.13, al.), and Trag. (E.IT367, etc.; θρήνοις . . σ' ὑμνήσομεν Id.Rh. 976): also in Prose, celebrate in a hymn, commemorate, Ὦπιν Hdt. 4.35; τὰς τούτων ἀρετάς Lys.2.2, cf. B.5.33; [Παλαμήδη] ὑμνοῦσιν ὡς . . ἀπόλλυται X.Mem.4.2.33, etc.; τὸν θεόν Act.Ap.16.25; of the hymn itself, οὔτε . . μέ τις ὕμνος ὕμνησεν S.Ant.815 (lyr.): c. dupl. acc., ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα the points wherein I praised our city, Th. 2.42:—Pass., to be celebrated in hymns, of gods, OGI56.66 (Canopus, iii B.C.), Paus.9.23.3, etc.; also Ἀργεῖοι . . τὰ πολλὰ πάντα ὑμνέαται (Ion. for -ηνται) are everywhere praised, Hdt.5.67; ὑμνηθήσεται πόλις E.Ion1590; ἡ ὑμνουμένη χρυσῆ πλάτανος famous, X.HG7.1.38; αἱ ὑμνούμεναι φιλίαι Arist.EN1171a15; σοφία ἐν ἐξόδοις ὑμνεῖται LXX Pr. 1.20: impers., ὑμνεῖτο δ' αἰσχρῶς foul songs were sung, Com.Adesp. 1203.5.    2 descant upon, in song or speech, ἐν κατηρεφεῖ στέγῃ . . ὑμνήσεις κακά S.El.382; τὰν ἐμὰν ὑμνεῦσαι (Dor. for -οῦσαι) ἀπιστοσύναν ever singing of my want of faith, E.Med.423 (lyr.):— Pass., Ἐτεοκλέης ἂν . . ὑμνοῖτο . . φροιμίοις πολυρρόθοις A.Th.7.    3 c. acc. cogn., sing, ᾆσμα, ὕμνον, Heraclit.15, A.Ag.1191: c. dupl. acc., παιᾶνα . . ὑμνοῦσι . . τὸν Αατοῦς γόνον E.HF688 (lyr.), cf. SIG711 L12 (Delph., ii B.C.).    II tell over and over again, harp upon, repeat, recite, Pl.Prt.317a, R.549e, Tht.174e, etc.; ὡς . . Id.R.364a; ὑμνοῦσι τὸ γῆρας ὅσων κακῶν αἴτιόν [ἐστι] ib.329b; τὸν νόμον ὑμνεῖν recite the form of the law, Id.Lg.871a:—Pass., ὁ δ' εἶπε πρός με βαί', ἀεὶ δ' ὑμνούμενα (Sch. τὰ πολυθρύλητα) S.Aj.292.    III intr., sing, chant, ὡς ποιηταὶ ὑμνήκασι περὶ αὐτῶν Th.1.21; ὑμνῶν οὔποτ' ἔληγεν ὡς . . X.Ages.11.2.    2 in pass. sense, φῆμαι . . ὑμνήσουσι περὶ τὰ ὦτα will ring in their ears, Pl.R.463d. [On the quantity, v. ὕμνος.]

German (Pape)

[Seite 1178] besingen, preisen, rühmen; H. h.; Hes. Th. 11. 33 u. öfter; Pind. ὕμνησαν Θέτιν N. 5, 25, u. öfter; ὑμνεῖσθαι ἀοιδαῖς frg. 86; Ἄρτεμιν Eur. I. T. 1457; u. so bes. in Gedichten, Gesängen preisen, Her. 5, 67; Aesch. Ag. 1453; οὔτ' ἐπινυμφίδιός πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν Soph. Aut. 810; auch κακά, klagen, El. 374; Ἀργεῖαί νιν ὑμνοῦσιν ὑμεναίοισιν Eur. I. T. 367; παιᾶνα Herc. fur. 688; ἔνθεν Λωρὶς ὑμνηθήσεται πόλις Ion 1590; in Prosa, wie Plat. Conv. 193 d n. sonst; bes. τοὺς θεούς, Rep. II, 372 b; vgl. ὕμνος u. Xen. Cyr. 8, 1, 23; ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα Thuc. 2, 42; übh. sagen, auch im tadelnden Sinne, ἐπὶ τούτῳ δὴ τὸ γῆρας ὑμνοῦσιν Plat. Rep. I, 329 b, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 263; – sprechen, bes. wiederholt erzählen, immerfort im Munde führen, Valck. Eur. Phoen. 441; pass., Ἐτεοκλῆς ἂν εἷς πολὺς κατὰ πτόλιν ὑμνοῖθ' ὑπ' ἀστῶν φροιμίοις πολυῤῥόθοις Aesch. Spt. 7; ὁ δ' εἶπε πρός με, ἀεὶ δ' ὑμνούμενα Soph. Ai. 285, Schol. τὰ πολυθρύλλητα; vgl. Plat. Prot. 317 a; ἃ δὴ πάντες ὑμνοῦσι 343 a; Rep. VIII, 549 e. – Intrans., singen, ertönen, sich hören lassen, Plat. Rep. V, 463 d αὗται φῆμαι ἐξ ἁπάντων τῶν πολιτῶν ὑμνήσουσιν εὐθὺς περὶ τὰ τῶν παίδων ὦτα. – Absol. auch Thuc. 1, 21 ὡς ποιηταὶ ὑμνήκασι περὶ αὐτῶν.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνέω: Ἐπικ. ὑμνείω, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 2· Δωρ. γ΄ πληθ. ὑμνεῦσι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 190 θηλ. μετοχ. ὑμνεῦσα Ἡσ. Θεογ. 11· Δωρικ. προστ. ὕμνη Ἀριστοφ. Λυσ. 1321· Λακων. α΄ πληθ. ὑποτ. ὑμνίωμες αὐτόθι 1305· (ὕμνος). Ι. μετ’ αἰτ. τοῦ ἐξυμνουμένου προσώπου ἢ τοῦ πράγματος, ἀνυμνῶ, ἐξυμνῶ, ἐγκωμιάζω, Λατ. canere, πρῶτον παρ’ Ἡσ. Θεογ. 11. 33, ἀκολούθως συχν. ἐν τοῖς Ὁμ. ὕμνοις παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Τραγικ.· - ὡσαύτως παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἐξυμνῶ, κτλ., Ὦπιν Ἡρόδ. 4. 35· τὰς τούτων ἀρετὰς Λυσί. 190. 29· Παλαμήδη Ξενοφ. Ἀπομν. 4. 2, 23, κλπ.· ἐπὶ αὐτοῦ τοῦ ὕμνου, οὔτε... μέ τις ὕμνος ὕμνησεν Σοφ. Ἀντ. 816· - μετὰ διπλῆς αἰτ., ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα, τὰ πράγματα δι’ ἃ ἐπῄνεσα τὴν πόλιν, Θουκ. 2. 42, - Παθ, ὑμνοῦμαι, ἐξυμνοῦμαι, Ἀργεῖοι... τὰ πολλὰ πάντα ὑμνέαται (Ἰων. ἀντὶ -ηνται), πανταχοῦ ἐξυμνοῦνται, Ἡρόδ. 5. 67· ὑμνηθήσεται πόλις Εὐρ. Ἴων 1590· ὑμνούμενος, εὐκλεής, ἔνδοξος, διαβόητος, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 38· αἱ ὑμνούμεναι φιλίαι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10 10, 6· - ὑμνεῖτο δ’ αἰσχρῶς κλῶνα πρὸς καλὸν δάφνης ὁ Φοῖβος, οὐ προσῳδὰ Κωμικ. Ἀνών. 305 (ἴδε Meineke). 2) παρὰ ποιηταῖς συνάπτεται ἐνίοτε μετὰ λέξεων αἵτινες δηλοῦσι λυπηρόν τι ἢ κακόν, οἷιν, ἐν κατηρεφεῖ στέγῃ... ὑμνήσεις κακὰ Σοφ. Ἠλ. 382· ὑμν. τινα θρήνοις Εὐρ. Ρῆσ. 976· τὰν ἐμὰν ὑμνεῦσαι (Ἰων. ἀντὶ -οῦσαι) ἀπιστοσύναν, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 423· οὕτω, ὑμνοῦσι τὸ γῆρας, ὅσων κακῶν αἴτιον [ἐστι] Πλάτ. Πολ. 329Β. - Παθ., Ἐτεοκλέης ἂν . ὑμνοῖτο... φροιμίοις πολυρρόθοις Αἰσχύλ. Θήβ. 7, πρβλ. Ruhnk εἰς Πλάτ. Τίμ. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὕμνον, παιᾶνα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1191, 1474, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 688. ΙΙ. λέγω ἐπανειλημμένως, ἐπαναλαμβάνω, ἀπαγγέλλω, Λατ. decantare, Πλάτ. Πρωτ. 317Α, Πολ. 549Ε, 364Α, Θεαίτ. 174Ε κλπ.· τὸν νόμον ὑμνεῖν, ἐπαναλαμβάνειν ἢ ἀπαγγέλλειν τὸν τύπον τοῦ νόμου (ὡς ἐν τῇ Λατ. carmen, ἐπὶ τῆς σημασίας τύπου λέξεων ἢ φράσεως, Λιβ. 1. 26, κλπ.), ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 870Ε· - Παθ., ὁ δ’ εἶπε πρός με βαί’, ἀεὶ δ’ ὑμνούμενα (Σχόλ. τὰ πολυθρύλητα) Σοφ. Αἴ. 292. ΙΙΙ. ἀμεταβ, ὡς ποιηταὶ ὑμνήκασι περὶ αὐτῶν Θουκ. 1. 21· ὑμνῶν οὔποτ’ ἔληγεν Ξεν. Ἀγησ. 11, 2. 2) ἐπὶ παθ. ἐννοίας, φῆμαι... ὑμνήσουσι περὶ τὰ ὦτα, θὰ ἠχήσωσι περὶ τὰ ὦτα, Πλάτ. Πολ. 463D. [Παρ’ Ἀττ. ἐνίοτε ῠ, Εὐρ. Βάκχ. 71, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 441, καὶ πρβλ. ὑμνῳδέω, εὔυμνος].

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ὑμνήσω, ao. ὕμνησα, pf. ὕμνηκα;
1 chanter un chant grave, religieux ou héroïque, acc.;
2 chanter, louer, célébrer dans un chant ou dans des vers, acc. : κακά SOPH déplorer ses malheurs ; ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα THC les vertus dont j’ai loué la cité ; Pass. être chanté, célébré par des chants ou bafoué dans des chansons;
3 vanter, rappeler avec emphase, avoir sans cesse à la bouche.
Étymologie: ὕμνος.

English (Slater)

ὑμνέω (ὑμνεῖτε; -έων: fut. ὑμνήσω, -ομεν: impf. ὕμνει: aor. ὕμνησαν; ὑμνῆσαι coni.: pass. ὑμνεῖσθαι.)
   1 praise in song κατέβαν τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ῥόδον (O. 7.14) αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμενοι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ (N. 5.25) Χάριτες, Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε (N. 10.2) χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (Heyne: ὑμνᾶσαι codd.) (I. 3.7) γάμον λευκωλένου Ἁρμονίας ὑμνήσομεν; fr. 29. 6. Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα Παρθ. 2. 11. pass., πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι καλλίσταις ἀοιδαῖς fr. 121. 1. c. acc. dupl., ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει (Hermann: ὑμνεῖν cod.) Θρ. 3. 6.