ἀνάκειμαι

From LSJ
Revision as of 19:28, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκειμαι Medium diacritics: ἀνάκειμαι Low diacritics: ανάκειμαι Capitals: ΑΝΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: anákeimai Transliteration B: anakeimai Transliteration C: anakeimai Beta Code: a)na/keimai

English (LSJ)

poet. ἄγκ-, serving as Pass. to ἀνατίθημι,

   A to be laid up as a votive offering in the temple, to be dedicated, κρητῆρές οἱ . . ἓξ χρύσεοι ἀνακέαται Hdt.1.14; ἀ. ἐν ἱρῷ Id.2.135; πρὸς τοῖς ἱεροῖς Lys.10.28: metaph., αἶνος Ὀλυμπιονίκαις ἄγκειται Pi.O.11(10).8, cf.13.36; λόγος τῷ θεῷ ἀ, Pl.Smp.197e; ἐν οὐρανῷ παράδειγμα ἀ R.592b.    b to be set up as a statue in public, Σόλων ἀνάκειται παράδειγμα D.19.251, cf. IG14.1389i8; χρύσεοί κ' ἀνεκείμεθα Theoc.10.33, cf. Lycurg. 51.    2 to be ascribed or offered, αἱ πράξεις ἀ. τινι Plu.Lyc.1; ἡ ἡγεμονία ἀ. τινι Id.Arist.15; ἐς τοὺς ἀστέρας τοὺς ἑπτὰ . . τὰς ἡμέρας ἀνακεῖσθαι D.C.37.18, cf. Polem.Cyn.15.    II πᾶν or πάντα ἀνάκειται ἔς τινα everything is referred to a person, depends on his will, Hdt.1.97, 3.31: so c. dat. pers., πάντων ἀνακειμένων τοῖς Ἀθηναίοις ἐς τὰς ναῦς since they had their whole fortunes depending on their ships, Th.7.71; ἐπὶ σοὶ τάδε πάντ' ἀνάκειται Ar.Av.638; ἅπαντα . . ἐπὶ τῇ τύχῃ μᾶλλον ἀ. ἢ τῇ προνοίᾳ Antipho 5.6; of persons, σοὶ ἀνακείμεσθα E.Ba.934; εἰς θάνατον ἦν ἀνακείμενα τοῖς ἀλογήσασι the death penalty was reserved for... J.AJ17.6.5; λιμὸς εἰς ὑστάτην ἀνακείμενος ἀναισχυντίαν 18.1.1.    2 to be put aside, ταῦτα ἀνακείσθω Them. in Ph.29.20.    III lie at table, recline, S.Fr. 756, Philippid.30, Arist. Cat.6b12, Fr.607, Diph.40 Mein. (om. Kock), Plb.13.6.8, Ev.Matt. 9.10, al.; cf. Phryn.191.

German (Pape)

[Seite 191] (s. κεῖμαι), = ἀνατέθειμαι, vgl. über dieses Wort Ath. I, 23 c; a) vorräthig daliegen, Plnd. Ol. 13, 86; bes. von Dingen, die den Göttern geweiht sind, κρητῆρες Her. 1, 14; ποίημα ἐν ἱερῷ 2, 185; λόγος τῷ θεῷ ἀνακείσθω Plat. Conv. 197 c; offen daliegen, παράδειγμα ἐν οὐρανῷ Rep. IX, 592 b; ὁ Σόλων ἐν τῇ ἀγορᾷ, die Statue des Solon steht auf dem Markte, Aesch. 1, 25; Lycurg. 51; – τινί od. πρός τινι, sich einer Sache widmen, Sp. – b) ἀνάκειται εἴς τινα, es wird einem zugeschrieben, beruht auf ihm, πάντα εἰς τούτους Her. 3, 31; vgl. 1, 97; αἱ πράξεις ἀνάκεινταί τινι Plut. Lys. 1; πάντων τοῖς Ἀθηναίοις εἰς τὰς ναῦς ἀνακειμένων, alles hing von den Schiffen ab, Thuc. 7, 71; ἐπί τινι, Ar. Av. 637 ἐπὶ τῇ τύχῃ; Antiph. 5, 6 ἀνάκειταί μοι ἐς τοῦτο, es kommt mir darauf an. Bei Sp. zu Tische liegen, s. die von Ath. angeführten Stellen; Matth. 9, 10; Lucill. 28 (IX, 140); von Phrynich. als unatt. getadelt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκειμαι: ποιητ. ἄγκ-: (ἴδε κεῖμαι): - ἐν χρήσει ὡς παθητ. τοῦ ἀνατίθημι, κεῖμαι ὡς προσφορὰ ἢ ἀφιέρωμα ἐν τῷ ναῷ θεοῦ τινος· κρητῆρές οἱ... ἓξ χρύσεοι ἀνακέαται (Ἰων. ἀντὶ ἀνάκεινται) Ἡρόδ. 1.14· ἀν. ἐν ἱρῷ ὁ αὐτ. 2. 135· πρὸς τοῖς ἱεροῖς Λυσ. 118. 30: - μεταφ., αἶνός τινι ἄγκειται, ἔπαινος, προσφέρεται ἢ ἀφιεροῦταί τινι, Πινδ. Ο.11 (10). 8, πρβλ. 13. 48· λόγος τῷ θεῷ Πλάτ. Συμπ. 197E. β) εἶμαι ἀνεγηγερμένος, ἐπὶ ἀνδριάντος, φασὶν ἀνακεῖσθαι [τὸν ἀνδριάντα], Δημ. 420. 8, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 592Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280· οὕτω χρύσεοι ἀνακείμεθα Θεόκρ. 10. 33, πρβλ. Λυκοῦργ. 154. 19· ἴδε ἐν λ. ἵστημι Α. ΙΙΙ. 1. 2) ἀποδίδομαι ἢ ἀνήκω εἴς τινα, αἱ πράξεις ἀν. τινὶ Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ἡ ἡγεμονία ἀν. τινὶ ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. 15. ΙΙ. πᾶν ἢ πάντα ἀνάκειται ἔς τινα, πᾶν πρᾶγμα ἀναφέρεται εἴς τινα, ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς θελήσεως αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1.97., 3. 31· οὕτω μετὰ δοτ. προσ., πάντων ἀνακειμένων τοῖς Ἀθηναίοις ἐς τὰς ναῦς, ἀφοῦ τὰ πάντα τῶν Ἀθηναίων ἐξηρτῶντο ἐκ τῶν πλοίων των, Θουκ. 7. 71· ἐπὶ σοὶ τάδε πάντ’ ἀνάκειται Ἀριστοφ. Ὄρν. 638· ἅπαντα... ἐπὶ τῇ τύχῃ μᾶλλον ἀνάκειται ἢ τῇ προνοίᾳ Ἀντιφῶν 130. 4· ἐπὶ προσώπων, σοὶ ἀνακείμεθα Εὐρ. Βάκχ. 934. ΙΙΙ. μεταγεν., εἶμαι ἀνακεκλιμένος παρὰ τὴν τράπεζαν, Λατ. accumbere, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 3, Ἀποσπ. 565, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 41, κτλ., ἴδε Ἀθήν. 23C: πρβλ. ἀνακλίνω, ἀναπίπτω.

French (Bailly abrégé)

1 (au sens du pf. Pass. de ἀνατίθημι) être offert, dédié ou consacré en parl. d’offrandes votives;
2 être érigé, se dresser en parl. de statues;
3 se rattacher à, dépendre de : ἔς τινα, ἐπί τινι de qqn.
Étymologie: ἀνά, κεῖμαι.