ἦτορ

From LSJ
Revision as of 14:13, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦτορ Medium diacritics: ἦτορ Low diacritics: ήτορ Capitals: ΗΤΟΡ
Transliteration A: ē̂tor Transliteration B: ētor Transliteration C: itor Beta Code: h)=tor

English (LSJ)

τό, Ep. and Lyr. word, always in nom. or acc.; exc. dat.

   A ἤτορι Simon.37.6 codd. Ath.:—heart. ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦ. ἀνὰ στόμα my heart beats up to my throat, Il.22.452; the seat of life, life, φίλον ἦ. ὀλέσσαι 5.250, etc.; λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦ. 21.114, etc.; ἀνέψυχον φίλον ἦ. 13.84; τὰς δ' ἐσσυμένως λίπεν ἦ. Q.S.1.257 (v.l.): most freq., as the seat of feeling, passion, desire, etc., ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἧ. Il.21.389; κατεπλήγη φίλον ἦ. 3.31; ἄχεϊ βεβολημένος ἦ. 9.9; μινύθει δέ μοι ἔνδοθεν ἦ. Od.4.467; ἐν δέ οἱ ἦ. χαίρει A.R.4.169; βοᾷ <μοι> μελέων ἔντοσθεν ἦ. A.Pers.991 (lyr.); ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦ. Il. 19.307; ποθέουσα φίλον κατατήκομαι ἦ. Od.19.136; εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἦ. Pi.O.1.4; Κύκλωπας ὑπέρβιον ἦ. ἔχοντας Hes.Th.139; ἦ. ἄλκιμον Pi.N.8.24 (so ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦ. Il.20.169); of the reasoning powers, ἐν δέ οἱ ἦ. στήθεσσιν . . διάνδιχα μερμήριξεν Il. 1.188, cf. 15.252; Ζηνὸς ἦ. λιταῖς ἔπεισε Pi.O.2.79. (Cf. OHG. ādara, OE. æ[combacute]dre 'vein', pl. 'kidneys'.)

German (Pape)

[Seite 1179] ορος, τό (ἄω, ἄημι), fast nur im nom. u. acc., der dat. ἤτορι Simonids bei Ath. IX, 396 e, – das Herz, ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ, mir schlägt das Herz in der Brust, Il. 22, 452; dah. das Leben, μήπως φίλον ἦτορ ὀλέσσῃς, 5, 250. 11, 115. 24, 50. Aehnlich ἀνέψυχον φίλον ἦτορ 13, 84, sie erholten sich; vgl. ἐπεὶ φίλον ἄϊον ἦτορ 15, 252; τοῦ δ' αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ, 21, 114 u. öfter; wie auch wir sagen: es brach ihm das Herz, gew. bei gewaltigem Schreck, wo die Pulse stocken. Uebertr. wie unser "Herz", als Organ von Freude u. Schmerz, Il. 9, 9. 21, 389. 22, 166 Od. 1, 48; βοᾷ μελέων ἔνδοθεν ἦτορ Aesch. Pers. 953 (sonst nicht bei Tragg.); Hoffnung u. Muth, Furcht u. Feigheit, Il. 3, 31. 5, 529. 15, 166. 16, 242. 19, 169 Od. 4, 774. 467. 481; dah. χάλκεον ἦτορ, Il. 2, 490; Wünsche u. Neigungen, 19, 307 Od. 19, 136 u. oft. Hom. verbindet auch ἐν δέ οἱ ἦτορ στήθεσσι λασίοισι διάνδιχα μερμήριξεν, Il. 1, 188, vgl. 15, 252; τί σφῶϊν ἐνὶ φρεσὶ μαίεται ἦτορ, 8, 413; sogar ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ, 20, 169, während sonst κραδίη dem ἦτορ gleichbedeutend gebraucht wird; Pind. vrbdt ἄλκιμον ἧτορ, N. 8, 24, u. εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι φίλον ἦτορ, Ol. 1, 4. Sp. D., wie Ap. Rh. ἐν δέ οἱ ἦτορ χαίρει 4, 169, τὰς λίπεν ἦτορ, sie starben, Qu. Sm. 1, 257.

Greek (Liddell-Scott)

ἦτορ: τό, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ ὀνομ. ἢ αἰτιατ.· δοτ. ἤτορι Σιμων. 44. 6 (διάφ. γραφ. ἤθεϊ). Ἡ καρδία ὡς μέρος τοῦ σώματος, μόνον ἐν Ἱλ. Χ. 452, ἐν δὲ μοι αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ, εἰς τὸ στῆθὸς μου κτυπεῖ ἡ καρδία μου· - ἀκολούθως ὡς ἡ ἕδρα τῆς ζωῆς, ζωή, φίλον ἦτ. ὀλέσαι Ἰλ. Ε. 250, κτλ.· λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτ. Φ. 114, κτλ.· ἀνέψυχον φίλον ἦτ. Ν. 84· - ἀκολούθως, ὡς ἡ ἕδρα τῶν αἰσθημάτων, ὡς καὶ ἡμεῖς λέγομεν ἡ καρδία, σχεδὸν συνωνύμως τῷ θυμὸς (ὃ ἴδε), ἐγέλασσε δὲ οἱ φίλον ἦτ. Φ. 389· κατεπλήγη φίλον ἦτ. Γ. 31· ἄχεϊ βεβολημένος ἦτ. Ι. 9· μινύθει δὲ μοι ἔνθοδεν ἦτ. Ὀδ. Δ. 467, κτλ.· ὡσαύτως, ὡς ἡ ἕδρα τῶν ἐπιθυμιῶν, ποτῆτος ἄσασθαι φίλον ἦτ. Ἰλ. Τ. 307· ποθέουσα φίλον κατατήκομαι ἦτ. Ὀδ. Τ. 136· ἐπὶ τῆς δυνάμεως τοῦ κρίνειν, ἐν δὲ οἱ ἦτ. στήθεσσιν… διάνδιχα μερμήριξεν Ἰλ. Α. 188, πρβλ. Ο. 252. - Ὅτι ὁ Ὅμηρος ἐθεώρει αὐτὸ ὡς τὶ ἁπτὸν καὶ ὑλικόν, φαίνεται ἐκ τῶν χωρίων ὅσα παριστῶσι τὸ ἦτορ ὡς κείμενον ἐν στήθεσι· ἐν Ἰλ. Υ. 169 τοποθετεῖται ἐν κραδίῃ, ἥτις ἐνταῦθα πρέπει νὰ ἔχῃ εὐρυτέραν σημασίαν, ἂν καὶ ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται αὐτὴν γενικῶς ὡς τὸ ἦτορ. - Λέξις ἐπική, ἐν χρήσει καὶ παρὰ Σιμων. καὶ Πινδάρῳ, ὡς καὶ ἐν χορικῷ τοῦ Αἰσχύλ. Πέρσ. 992.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc.
I. poumon;
II. cœur :
1 comme siège de la vie;
2 cœur, siège des sentiments, des désirs;
3 cœur, siège de l’intelligence.
Étymologie: DELG cf. mha ader « veine, nerf ».
Par. θυμός.

English (Autenrieth)

ορος: heart, Il. 2.490, Il. 10.93; always fig., as typical of life, or thought, or feeling; ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ, Il. 20.169.