Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κραίνω

From LSJ
Revision as of 13:05, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραίνω Medium diacritics: κραίνω Low diacritics: κραίνω Capitals: ΚΡΑΙΝΩ
Transliteration A: kraínō Transliteration B: krainō Transliteration C: kraino Beta Code: krai/nw

English (LSJ)

Od.19.567: fut.

   A κρᾰνέω Emp.111.2; Att. contr. κρᾰνῶ A.Ch. 1075, E. Supp.375 [κρᾱνῶ in compd. ἐπικρᾱνεῖ A.Ag.1340 codd., nisi leg. -κράνῃ vel -κραίνει]: aor. ἔκρᾱνα ib.369; Ep. and Ion. ἔκρηνα, inf. κρῆναι, Od.5.170, Herod.7.69 (dub.):—Med., fut. inf. in pass. sense κρᾰνέεσθαι Il.9.626: aor. ἐπ-εκρήναντο Q.S.14.297:—Pass., fut. κρανθήσομαι A.Pr.911: aor. ἐκράνθην Pi.P.4.175, E.Hec.219: κέκρανται 3sg. pf. Pass., A.Supp.943, also 3pl., E.Hipp. 1255 (sed leg. συμφορά).—Hom. (v. infr.) mostly uses the Ep. pres. κραιαίνω, impf. ἐκραίαινεν, aor. imper. κρήηνον, κρηήνατε, inf. κρηῆναι: 3sg. pf. Pass. ἐπι-κεκράανται Od.4.616: plpf. ἐπι-κεκράαντο ib.132: aor. ἐκρᾱάνθην Theoc.25.196. (Orig. κρᾱαίνω (ἐκράαινεν has Ms. authority in Il.5.508, ἐπεκράαινε in 2.419, ἐπεκράανε in 3.302; cf. κράανον· τέλεσον Hsch., ἐπικραᾶναι· τῇ κεφαλῇ ἐπινεῦσαι, τελέσαι Id.), contr. κραίνω, κρῆναι, etc. and by distraction κραιαίνω, κρηῆναι, etc.: κρᾱαίνω from κρᾱς -ṇ-yω (κάρα, κράατα) = κεφαλαιόω 'achieve'.):—poet. Verb, accomplish, fulfil, τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ Il.1.41, 504, cf. Od.17.242; οἵ μευ φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε better than I both to conceive and accomplish, 5.170; κρῆνον νῦν καὶ ἐμοὶ . . ἔπος ὅττι κεν εἴπω 20.115; καί τε κραίνουσιν ἕκαστα, of the Thriae, h.Merc.559; ἐπεὶ μούνῳ σοι ἐγὼ κρανέω τάδε πάντα Emp. l. c.; μαντεύματα κ. give true oracles, E.Ion 464 (lyr.); δίκας θνατοῖσι κραίνων B.12.45; τοῦ δ' ἐκραίαινεν ἐφετμάς Il.5.508, cf. Pi.O.3.11; οἵ ῥ' ἔτυμα κραίνουσι those dreams come true, Od.19.567; freq. in A., esp. of Fate, as Pr.512, al., cf. S.OC914, Tr. 127 (lyr.), etc.:—Pass., with fut. Med., to be accomplished, brought to pass, οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῇδέ γ' ὁδῷ κρανέεσθαι Il. 9.626; πατρὸς δ' ἀρὰ . . τότ' ἤδη παντελῶς κρανθήσεται A.Pr.911, cf. 213; κέκρανται ψῆφος the vote hath been cast, Id.Supp.943; ψῆφος ἡ κρανθεῖσα E.Hec.219; λάχη τάδ' ἐφ' ἁμὶν ἐκράνθη A.Eu.347 (lyr.):— for the phrase ἐπὶ χείλεα κεκράαντο, v. ἐπικραίνω; of a person, ἐκράνθην I was perfected (Sch. ἐπετελέσθην), Pi.Pae.9.34.    2 ordain, A.Ag.369 (lyr.), E.El.1248, Supp.139.    II = τιμᾶν, Hsch.; so perh. in h.Merc.427 κραίνων ἀθανάτους τε θεοὺς καὶ γαῖαν ἐρεμνήν, ὡς ἐγένοντο (less prob. finishing [the tale of] the gods and earth, how they were made).    III abs., exercise sway, reign, δώδεκα γὰρ κατὰ δῆμον . . ἀρχοὶ κραίνουσι Od.8.391: c. acc. cogn., κ. σκῆπτρα sway the staff of rule, S.OC449; θέμιστας Orph.A.1297.    2 after Hom., c. gen., reign over, govern, στρατοῦ, τῆς χώρας, τῆσδε γῆς, χθονός, S. Aj.1050, OC296, 862, 926: in later Ep. c. dat., Orph. A.475: c. acc., κ. Διὸς οἴκους IG14.433 (Tauromenium); ἐπὶ σπλῆνα κ., of a vein, dominate, Aret.CA2.2, cf. CD1.2.    IV intr., come to an end, result in a thing, ποῖ δῆτα κρανεῖ; A.Ch.1075 (anap.); of disease, culminate, be at its worst, Aret.SD2.8, CA1.1.    2 Medic., of bones, etc., terminate, ὅπῃ κραίνουσι Hp.Art.45, cf. Aret.SD1.7, 8; extend, ἀπὸ ἥπατος ἐς νεφρούς Id.CA2.6.

Greek (Liddell-Scott)

κραίνω: μέλλ. κρᾰνέω Ἐμπεδ. 25 Stern, Ἀττ. συνῃρ. κρᾰνῶ Αἰσχύλ. Χο. 1075, Εὐρ., κρᾱνῶ ἐν συνθέσει: ἀντεπικρᾱνεῖ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1340· πρβλ. φᾱνῶ, μέλλ. τοῦ φαίνω· ἀόρ. ἔκρᾱνα Τραγ., Ἐπικ. ἔκρηνα Ὀδ. ― Μέσ., ἀπαρ. μέλλ. μετὰ παθ. σημασ. κρᾰνέεσθαι Ἰλ.· ἀόρ. ἐπεκρήναντο Κόϊντ. Σμ. 14. 297. ― Παθ., μέλλ. κρανθήσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 911· ἀόρ. ἐκράνθην Πίνδ., Εὐρ.· κέκρανται γϳ παθ. πρκμ. ἑνικόν τε καὶ πληθ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 943, Εὐρ. Ἱππ. 1255. ― Ἀλλ’ ὁ Ὅμ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταχειρίζεται τὸν Ἐπικ. ἐκτεταμ. ἐνεστ. κραιαίνω, παρατ. ἐκραίαινεν, ἀόρ. προστ. κρήηνον, κρηήνατε, ἀπαρ. κρηῆναι· γϳ παθ. πρκμ. κεκράανται καὶ ὑπερσ. κεκράαντο· οὕτω ἐκρᾱάνθην Θεόκρ. 25. 196. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑ, ΚΡΑΝ παράγονται ὡσαύτως αἱ λ. κραντήρ, κράντωρ, κράτος (αὐτοκράτωρ), κρέων, κρείων, καὶ ἴσως Κρόνος· πρβλ. Σανσκρ. kr.i (facere), kartr.-i (creator)· Λατ. cre-o, καὶ πιθ. caeri-monia· Λιθ. kur-iú (aedifico).) Ποιητ. ῥῆμα, ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ Ἰλ. Α. 41, 504, πρβλ. Ὀδ. Ρ. 242· οἵ μευ φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε, καλλίτεροί μου καὶ εἰς τὸ νὰ ἐπινοήσωσι καὶ εἰς τὸ νὰ ἐκτελέσωσι, Ε. 170· κρῆνον νῦν καὶ ἐμοί... ἔπος ὅττι κεν εἴπω Υ. 115· τοῦ δ’ ἐκραίαινεν ἐφετμὰς Ἰλ. Ε. 508, πρβλ. Πινδ. Ο. 3. 19· οἵ ῥ’ ἔτυμα κραίνουσιν, ἐκπληροῦνται, ἀληθεύουσιν, Ὀδ. Τ. 567· συχν. παρ’ Αἰσχύλ., ἰδίως ἐπὶ τῆς Μοίρας, ὡς ἐν Πρ. 512, Ἀγ. 369, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως Σοφ. Ο. Κ. 914, Τρ. 127, Εὐρ. Ἠλ. 1248, κτλ. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ., ἐκτελοῦμαι, λαμβάνω τέλος, οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῇδέ γ’ ὁδῶ κρανέεσθαι, «τέλος λήψεσθαι» Ἰλ. Ι. 626 (622)· οὕτω παρὰ Τραγ., πατρὸς δ’ ἀρά... τότ’ ἤδη παντελῶς κρανθήσεται; Αἰσχύλ. Πρ. 911, πρβλ. 211· κέκρανται ψῆφος, ἡ ψῆφος ἔχει ὁρισθῆ, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 943, πρβλ. Εὐμ. 347· κρανθεῖσα ψῆφος, ἡ ὑπερισχύουσα ψῆφος, Εὐρ. Ἑκ. 219, κτλ.· ― περὶ τῆς φράσεως, ἐπὶ χείλεα κεκράαντο, ἴδε ἐν λέξ. ἐπικραίνω. 2) ἐν Ὕμνῳ Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 427, κραίνων ἀθανάτους τε θεοὺς καὶ γαῖαν ἐρεμνήν, ὡς ἐγένοντο, (ἔνθα τὸ κραίνων κοινῶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ τιμῶν), πιθανῶς σημαίνει: τελειώνων τὴν διήγησιν τῶν θεῶν καὶ τῆς γῆς, πῶς δηλ. ἐγένοντο· ὁ Ἕρμαν. προτείνει κλείων, ψάλλων περὶ τῶν... ΙΙ. ἀπολ., ἐξασκῶ ἐξουσίαν, ἄρχω, δώδεκα γὰρ κατὰ δῆμον... ἀρχοὶ κραίνουσιν Ὀδ. Θ. 391· μετὰ συστοίχ. αἰτ., σκῆπτρα κραίνειν, κυβερνᾶν μετὰ σκήπτρου, Σοφ. Ο. Κ. 449. 2) μεθ’ Ὅμ., μετὰ γεν., βασιλεύω, ἡγεμονεύω, διοικῶ, τοῦ στρατοῦ, τῆς χώρας, γῆς, χθονὸς Σοφ. Αἴ. 1050, Ο. Κ. 296, 862, 926· παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. μετὰ δοτ., Ἕρμανν. εἰς Ὀρφ. σ. XIX· μετ’ αἰτ., κρ. Διὸς οἴκους Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. προλ. σ. XVIII. ΙΙΙ. ἀμετάβ., φθάνω εἰς πέρας, καταλήγω εἴς τι ὡς τὸ τελευτάω, Ἱππ. π. Ἀέρ. 810, Αἰσχύλ. Χο. 1075.

French (Bailly abrégé)

f. κρανῶ, ao. ἔκρανα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκράνθην;
I. tr. 1 achever, accomplir, réaliser : ἐέλδωρ IL, ἔπος OD réaliser un souhait ; ἐφετμάς IL accomplir des ordres ; οἵ ῥ’ (ὄνειροι) ἔτυμα κραίνουσιν OD ceux-là (des songes) accomplissent des choses vraies, càd qui se réalisent ; Pass. être accompli, s’accomplir, se réaliser;
2 avoir le pouvoir d’accomplir, càd être le maître, commander, gén. : στρατοῦ, χώρας, γῆς, χθονός SOPH commander à une armée, à un pays ; σκῆπτρα κρ. SOPH tenir le sceptre du commandement;
II. intr. s’accomplir, se terminer, aboutir ; p. suite c. ὑπάρχειν, être.
Étymologie: R. Κρα, produire, cf. lat. creare.

English (Autenrieth)

κραίνουσι, ipf. ἐκραίαινε, aor. imp. κρήηνον, κρῆνον, inf. κρηῆναι, κρῆναι, mid. fut. inf. κρανέεσθαι (for κεκράανται, -ντο, see κεράννῦμι): accomplish, fulfil, bring to pass; fut. mid. as pass., Il. 9.626; ‘bear sway,’ Od. 8.391.